τσαντίρι, το, ουσ. [<τουρκ. çadir (= σκηνή)]. 1. σκηνή,
ιδίως γύφτων: «οι γύφτοι έστησαν τα τσαντίρια τους έξω από την πόλη». (Λαϊκό
τραγούδι: θα τα πιούμε ως το πρωί, το τσαντίρι να καεί κι όταν έρθει
ο καιρός, σβήσε, γύφτο μου, το φως).2. (ειρωνικά ή
χαϊδευτικά) το σπίτι, η κατοικία, ιδίως αυτή που είναι φτιαγμένη με λαμαρίνες,
ξύλα και άλλα πρόχειρα υλικά, το φτωχόσπιτο. (Λαϊκό τραγούδι: μες το
τσαντίρι μου βρέχει όλο βρέχει κι άδεια η τσέπη μου φράγκο δεν έχει). Υποκορ.
τσαντιράκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: δεν κάνω πια υπομονή, τώρα σου δίνω
το πανί, πάρε το μπογαλάκι σου, τράβα στο τσαντιράκι σου)·
-
μου ’γινε τσαντίρι (ενν. ο πούτσος, ο ψώλος, η πούτσα, η ψωλή, το πέος, το
καυλί), ήρθε σε κατάσταση στύσης: «μόλις την είδα να περνάει από μπροστά
μου, μου ’γινε τσαντίρι». Από την εικόνα του παντελονιού που, όταν έρθει το
πέος σε στύση, τεντώνεται προς τα έξω, όπως και η κορυφή της σκηνής·
-
σε τσαντίρι γεννήθηκες; ή σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου; ειρωνική
παρατήρηση σε κάποιον που, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ένα χώρο, άφησε πίσω του
την πόρτα ανοιχτή. Από το ότι το τσαντίρι, η σκηνή δεν έχει πόρτα. Συνών. κουρελού
έχετε στην πόρτα σας; / κουρελού έχετε στο σπίτι σας; / σε βάρκα γεννήθηκες; ή
σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; / σε σπηλιά γεννήθηκες; ή σε σπηλιά σε
γέννησε η μάνα σου;