τσανάκι, το, ουσ. [<τουρκ. çanak], το τσανάκι. 1.
άνθρωπος φαύλος, αχρείος, ο παλιάνθρωπος: «είναι ένα τσανάκι, Θεός να σε
φυλάει!». 2. πιστός υπάλληλος στην προσωπική υπηρεσία κάποιου, ο
μπράβος: «όπου και να πάει, έχει πάντα μαζί του όλα τα τσανάκια του». Μεγεθ. τσανάκα,
η·
-
δεν κάνουμε τσανάκια, δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε, να κατανοήσει ο ένας
τον άλλον, να συνεννοηθούμε: «απ’ τη στιγμή που είδαμε πως δεν κάνουμε
τσανάκια, αποφασίσαμε να χωρίσουμε». Συνών. δεν κάνουμε χωριό·
-
είναι τσανάκια, α. είναι φίλοι: «απ’ τα παιδικά τους χρόνια είναι
τσανάκια». β. είναι συνέταιροι: «είναι τσανάκια στην τάδε επιχείρηση»·
-
κάνουμε τσανάκια, α. συνεταιριζόμαστε: «αφού είδαμε πως ο
ανταγωνισμός μας έφθειρε, είπαμε να κάνουμε τσανάκια στην τάδε δουλειά». β.
παντρευόμαστε: «μετά από τόσο καιρό γνωριμία με την τάδε, αποφασίσαμε να
κάνουμε κι εμείς τσανάκια μια και μπορούμε να συνεννοηθούμε»·
-
παστρικό τσανάκι, (ειρωνικά ή επιτιμητικά) άνθρωπος αχρείος, φαύλος, ο
παλιάνθρωπος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι παστρικό τσανάκι»·
-
χωρίζουμε τα τσανάκια μας, α. διαλύουμε το συνεταιρισμό μας:
«αφού είδαμε πως δεν προχωρούσε η δουλειά, χωρίσαμε τα τσανάκια μας». β.
(για αντρόγυνα, για ζευγάρια) χωρίζουμε, διαλύουμε το γάμο μας, το δεσμό μας:
«όταν δε συμφωνούν δυο άνθρωποι, είναι προτιμότερο να χωρίζουν τα τσανάκια
τους». (Λαϊκό τραγούδι: σου το λέω νέτα σκέτα, ένα κι ένα κάνουν δύο· άμα
εξακολουθείς να κάνεις κορδελάκια, πρέπει να χωρίσουμε οι δυο μας τα
τσανάκια).