τσάμικος, -η, -ο, επίθ. [<εθν. Τσάμης (= Αρβανίτης) <ίσως αρχ.
Θύαμις + κατάλ. -ικος], τσάμικος· συνήθως το αρσ. ως ουσ. ο τσάμικος και
το ουδ. ως ουσ. το τσάμικο, είδος ελληνικού δημοτικού χορού: «ο
τσάμικος είναι ένας λεβέντικος χορός»·
-
δεν αφήνεις το τσάμικο! ειρωνική αλλά και απειλητική προτροπή σε κάποιον
να πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις
τον τσάμικο, ρε παιδάκι μου, να μου πεις τι ακριβώς θέλεις!». Από το ότι ο
τσάμικος έχει πολλές φιγούρες και τσακίσματα. Συνών. δεν αφήνεις τον
καλαματιανό! / δεν αφήνεις τον καρσιλαμά(!)·
-
θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να χορέψει τσάμικο, απειλητική
έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, θα τον βασανίσω, θα
τον ξυλοκοπήσω άγρια: «αν ξαναπειράξει την κόρη μου, να του πεις πως θα τον
χορέψω τσάμικο». Από το ότι ο χορευτής που χορεύει τσάμικο κάνει πολλά
σπασίματα, τσακίσματα ή και διάφορα πηδήματα, πράγμα που τον ταλαιπωρεί. Συνών.
θα τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό / θα
τον χορέψω καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω
σάμπα ή θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα
τον κάνω να χορέψει τσάρλεστον·
-
μου ’γινε τσάμικος ταμπάκος, βλ. λ. ταμπάκος·
-
το ρίχνω στον τσάμικο, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη
μέρα που κέρδισε το τζόκερ, το ’ριξε στον τσάμικο». Από την εικόνα του χορευτή
που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτα άλλο. Συνών. το ρίχνω στον
καλαματιανό / το ρίχνω στον καρσιλαμά·
-
τον χόρεψε τσάμικο, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον
ταλαιπώρησε πολύ: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον
χόρεψε τσάμικο». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό,
τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε τσάμικο». Από την εικόνα του χορευτή,
που καταβάλει μεγάλο κόπο για να πραγματοποιήσει τις φιγούρες και τα τσακίσματα
του χορού. Συνών. τον χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε καρσιλαμά / τον χόρεψε
σάμπα / τον χόρεψε τσάρλεστον.