τσακμάκι, το, ουσ. [<τουρκ. çakmak]. 1. είδος αναπτήρα
με φιτίλι και τσακμακόπετρα: «απ’ τη μέρα που βγήκαν οι αναπτήρες με υγραέριο,
τα τσακμάκια καταργήθηκαν». 2. άνθρωπος πανέξυπνος, που αντιλαμβάνεται
κάτι με το πρώτο: «μπράβο, τσακμάκι ο φίλος σου!». Από την εικόνα του
τσακμακιού, που ανάβει με την πρώτη προσπάθεια που κάνουμε. 3.
(ειρωνικά) άνθρωπος μικρόνους, αργόστροφος, βλάκας: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου,
πολύ τσακμάκι ο φίλος σου!». Από την εικόνα του τσακμακιού που, παρ’ όλες τις
προσπάθειες που κάνουμε, δε λέει να ανάψει·
-
είναι τσακμάκι, α. είναι πανέξυπνος, αντιλαμβάνεται κάτι με το
πρώτο: «μόνο και να σκεφτείς να τον ξεγελάσεις, το καταλαβαίνει αμέσως, γιατί
είναι τσακμάκι». Από την εικόνα του τσακμακιού που ανάβει με την πρώτη
προσπάθεια. β. (ειρωνικά) είναι άνθρωπος μικρόνους, αργόστροφος, βλάκας:
«είναι τόσο τσακμάκι αυτός ο άνθρωπος, που, για να καταλάβει κάτι, πρέπει να
του το πεις χίλιες φορές». Από την εικόνα του τσακμακιού που παρά τις
αλλεπάλληλες προσπάθειες δε λέει να ανάψει·
-
κάνω τσακμάκι, (για κολυμβητές καταδύσεων) εκτινάσσομαι στον αέρα και, καθώς
φτάνω στο μεγαλύτερο δυνατό ύψος, διπλώνω το κορμί μου στα δύο, χτυπώ
αστραπιαία με τις παλάμες μου τις έξω όψεις των πελμάτων μου κι όταν αρχίζει η
πτώση μου στο νερό, τεντώνω πάλι το κορμί μου: «όταν πηγαίναμε πιτσιρικάδες στη
θάλασσα, όλοι προσπαθούσαμε να κάνουμε τσακμάκι». Από την εικόνα του ατόμου που
ανοίγει αστραπιαία το καπάκι του τσακμακιού του, ανάβει και το ξανακλείνει.