τσακίρ, το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. çakir (= γαλανός, κρασί)],
συνοδεύεται πάντοτε από τη λ. κέφι·
-
πάνω στο τσακίρ κέφι, κατά τη διάρκεια έντονου κεφιού που έχει προέλθει
από την κατανάλωση κρασιού, λίγο πριν από το μεθύσι: «πάνω στο τσακίρ κέφι
αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί ρεμπέτικα τραγούδια»·
-
τσακίρ κέφι, έντονο κέφι έπειτα από κατανάλωση κρασιού και λίγο πριν από
το μεθύσι: «την ώρα που μπήκα στο μαγαζί, όλη η παρέα ήταν στο τσακίρ κέφι».