τσακίδια, τα, ουσ. [από το θέμα του ρ. τσακίζω + κατάλ. -ίδια],
αναφέρεται πάντα σύνθετη. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
α στα τσακίδια! ή άι στα τσακίδια! κατάρα με την οποία στέλνουμε
κάποιον εκεί όπου τσακίζεται κανείς, γκρεμίσου, γκρεμοτσακίσου, χάσου, στο
διάβολο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε ή το ρε: «βρε,
άι στα τσακίδια, που ήρθες πρωί πρωί να μου κάνεις παρατηρήσεις!»· βλ. και φρ. α
στο διάβολο! λ. διάβολος·
-
άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή
του ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από
ενδιαφέρον πώς πας ή πώς πάει ή πώς τα πας ή πώς πάνε
τα πράγματα, και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και
ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! /
άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο
δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)
-
άσ’ το να πάει στα τσακίδια! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου
σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μαγνητόφωνο είναι για πέταμα, άσ’ το να
πάει στα τσακίδια!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα
κομμάτια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να
πάει στο διάβολο! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
-
άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον: «αφού
βλέπεις πως είναι παλιοχαρακτήρας, άσ’ τον να πάει στα τσακίδια!». Συνών. άσ’
τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στην
οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στο διάβολο! / άσ’ τον
να πάει στον κόρακα(!)·
-
να πας στα τσακίδια! δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις,
τι θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην
απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’
απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να
ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε. Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! /
να πας στα κομμάτια! / να πας στο διάβολο! / να πας στον αγύριστο! / να πας
στον εξαποδώ(!)·
-
πήγε στα τσακίδια, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση
κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έφυγε και δεν ξαναγύρισε και, κατ’
επέκταση, σκοτώθηκε: «έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του, ώσπου μια μέρα τράκαρε
και πήγε στα τσακίδια!». γ. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση από το
χώρο μας κάποιου ανεπιθύμητου ή ενοχλητικού προσώπου ύστερα από πολλή ώρα. δ.
(για μηχανήματα) έπαψε να λειτουργεί, αχρηστεύτηκε: «αγόρασα ένα μεταχειρισμένο
αυτοκίνητο σε τιμή ευκαιρίας, αλλά μέσα σε λίγο καιρό πήγε στα τσακίδια».
Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα / πήγε στα κομμάτια / πήγε στο διάβολο / πήγε στον
αγύριστο / πήγε στον εξαποδώ·
-
πού στα τσακίδια είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που περιμένουμε για
αρκετό χρονικό διάστημα ή που αναζητάμε για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να
γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στα τσακίδια είναι αυτός ο ηλεκτρολόγος, γιατί
κινδυνεύουμε να περάσουμε το βράδυ χωρίς φως! || πού στα τσακίδια είναι το
στυλό μου και δεν μπορώ να γράψω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα
κομμάτια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα
είναι! / πού στο διάβολο είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα
είναι(!)·
-
πού στα τσακίδια ήσουν! λέγεται απειλητικά ή επιτιμητικά σε άτομο που
ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή
που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στα τσακίδια ήσουν και σε
περίμενα τόσο ώρα!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / που στα κομμάτια ήσουν!
/ πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού
στο διάβολο ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)
-
πού στα τσακίδια πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στα
τσακίδια πήγε η τσάντα μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα
κομμάτια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα
πήγε! / πού στο διάβολο πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
-
πού στα τσακίδια πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στα τσακίδια πήγες και
χρειαζόμουν τη βοήθειά σου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα
κομμάτια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα
πήγες! / πού στο διάβολο πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα
πήγες(!)·
-
στα τσακίδια! έκφραση δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο να μας αφήσει
ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το βρε άι. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα κομμάτια! / στο
διάβολο(!)
-
τον έστειλα στα τσακίδια, α. τον έδιωξα ύστερα από ακατάσχετο
υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «επειδή κάθε τόσο μου δημιουργούσε προβλήματα
στη δουλειά, τον έστειλα στα τσακίδια». β. έπαψα να ενδιαφέρομαι για
κάποιον, αδιαφορώ τελείως για κάποιον: «αφού δεν άκουγε τις συμβουλές μου, τον
έστειλα στα τσακίδια». Συνών. τον έστειλα στ’ ανάθεμα / τον έστειλα στο
διάβολο.