τσαγανός, ο, ουσ. [<μσν. τσαγανός <τουρκ. çaganoz], είδος μικρού κάβουρα: «οι
τσαγανοί συνήθως κρύβονται ανάμεσα στις πέτρες»·
-
δεν έχει τσαγανό μέσα του, δεν είναι δυναμικός, δεν είναι ενεργητικός,
δεν αντιδρά δυναμικά στις προσβολές που του γίνονται: «με το παραμικρό το βάζει
στα πόδια, γιατί δεν έχει τσαγανό μέσα του»·
-
δεν έχεις τσαγανό μέσα σου; επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν
προσπαθεί στη ζωή του για κάτι καλύτερο ή που ανέχεται διάφορες προσβολές χωρίς
να αντιδρά δυναμικά: «καλά, ρε παιδάκι μου, δεν έχεις τσαγανό μέσα σου κι όλη
τη μέρα κάθεσαι και τεμπελιάζεις; || απορώ πώς ανέχεσαι τόσες προσβολές απ’ τον
καθένα. Δεν έχεις τσαγανό μέσα σου;»·
-
έχει τσαγανό μέσα του, α. είναι δυναμικός, έχει επαγγελματικές
ανησυχίες, ψάχνει συνεχώς για κίνητρα στη ζωή του: «πώς να μην προκόψει αυτός ο
άνθρωπος, αφού έχει τσαγανό μέσα του!». β. είναι τολμηρός, ριψοκίνδυνος:
«δε φοβάται κανέναν, γιατί έχει τσαγανό μέσα του». Δεν πρέπει να μπερδεύουμε
τον τσαγανό με τον κάβουρα, γιατί ο τσαγανός είναι πολύ
μικρότερος από τον κάβουρα, κι ενώ ο κάβουρας είναι αργοκίνητος (πρβλ. πηγαίνει
σαν τον κάβουρα),ο τσαγανός είναι πολύ ευκίνητος και γρήγορος·
- θέλει τσαγανό, απαιτείται δυναμικότητα, ενεργητικότητα: «θέλει
τσαγανό να στήσεις σήμερα μια εμπορική επιχείρηση». (Λαϊκό τραγούδι: κόβω
δυο άστρα και το φεγγάρι να ’χω στα χέρια τον ουρανό. Αχ, η αγάπη, πάρ’ το
χαμπάρι θέλει κουράγιο και τσαγανό).