τροφή, η, ουσ.
[<αρχ. τροφή], η τροφή·
-
για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί·
-
δίνω τροφή, βλ. φρ. δίνω λαβή, λ. λαβή·
- δίνω τροφή για σχόλια, βλ. φρ. δίνω λαβή για σχόλια, λ.
λαβή·
-
μασημένη τροφή, α. εργασία που προσφέρεται σε κάποιον ενώ το
δυσκολότερο μέρος της έχει γίνει από άλλον ή από άλλους: «δεν ξανακάνω δουλειά
μαζί του, γιατί θέλει μασημένη τροφή || δε συνεργάζομαι ξανά μαζί του, γιατί
περιμένει μασημένη τροφή». β. (για μαθητές) πνευματική εργασία που
δίνεται έτοιμη στους μαθητές, που δεν τους αφήνει να αυτενεργήσουν για να την
κάνουν κτήμα τους: «σήμερα οι μαθητές δε θέλουν να κουράζονται και προτιμούν τη
μασημένη τροφή»·
- ξηρά τροφή, (στη γλώσσα του στρατού) αμαγείρευτη ή συντηρημένη
τροφή (κονσέρβες) για να μεταφέρεται πιο εύκολα και που λάμβαναν οι οπλίτες
όταν έπαιρναν φύλλο πορείας για να πάνε από μια μονάδα σε άλλη: «μαζί με το
φύλλο πορείας πήρε και την ανάλογη ξηρά τροφή που την έβαλε μέσα στο λουκάνικό
του». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-λοχαγέ μου δε μου λες, πού βρίσκεις το χαλβά κι
ελιές και μας σερβίρεις πι και φι τα βράδια για «ξηρά τροφή»).
-
πνευματική τροφή, οτιδήποτε συμβάλλει στην καλλιέργεια του πνεύματος και
της ψυχής: «τα καλά βιβλία αποτελούν την πνευματική τροφή των νέων»·
-
το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί.