τρομάρα, η,
ουσ. [<μσν. τρομάρα <τρόμος + μεγεθ. κατάλ. -άρα], ξαφνικός ή υπερβολικός
τρόμος: «παραλίγο να τα ’κανε απάνω του απ’ την τρομάρα του!»·
-
είμαι μια χαρά και δυο τρομάρες, βλ. λ. χαρά·
-
μ’ έπιασε μια τρομάρα! βλ. συνηθέστ. πήρα μια τρομάρα(!)·
-
μια χαρά και δυο τρομάρες! βλ. λ. χαρά·
-
πήρα μια τρομάρα! ή πήρα τρομάρα, φοβήθηκα υπερβολικά: «μόλις είδα
το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μας, πήρα μια τρομάρα!». Συνήθως η φρ. κλείνει
με το που δε λέγεται ή με το με τι τρομάρα(!)·
-
τρομάρα να σου ’ρθει! ειρωνική έκφραση σε άτομο που χωρίς λόγο έχει την
εντύπωση πως είναι αξιόλογο: «τρομάρα να σου ’ρθει που περνιέσαι για σπουδαίος!
|| τρομάρα να σου ’ρθει που θέλεις να μπλεχτείς και με την πολιτική!»·
-
τρομάρα σου! α. έκφραση λύπης ή συμπόνιας σε άτομο που έπαθε
κάποιο αναπάντεχο κακό, με την έννοια δυστυχία σου! συμφορά σου(!): «πώς δεν
πρόσεξες, τρομάρα σου, και τράκαρες με κοτζάμ φορτηγό!». β. ειρωνική
έκφραση σε άτομο που πιστεύει πως πρόκειται να συμβεί αυτό που περιμένει: «πάνε
να δουλέψεις, τρομάρα σου, που περιμένεις να σου πέσει το λαχείο!». γ.
ειρωνική έκφραση με την οποία σχολιάζουμε αρνητικά τις πράξεις ή τις επιθυμίες
κάποιου: «πρόσεξε, τρομάρα σου, γιατί, όπως το κάνεις, πάλι λάθος θα γίνει! ||
να φας δεν έχεις, τρομάρα σου, κι ονειρεύεσαι ταξίδι στις Μπαχάμες!»·
-
τρομάρα στα μπατζάκια σου! βλ. φρ. φωτιά στα μπατζάκια σου! λ.
φωτιά.