τρομάζω, ρ.
[<μσν. τρομάζω <ἐτρόμαξα, αόρ. του αρχ. ρ. τρομάσσω], τρομάζω. 1.
συναντώ μεγάλες δυσκολίες, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, δυσκολεύομαι πάρα
πολύ για να πετύχω ή να κατορθώσω κάτι: «κάθε μέρα τρομάζω να βρω τα λεφτά για
να καλύψω τις υποχρεώσεις μου || τρόμαξα μέχρι να μαζέψω τα λεφτά για να καλύψω
την επιταγή μου || έτρεχε τόσο γρήγορα, που τρόμαξα να τον φτάσω». 2.
χάνω την αυτοπεποίθησή μου, το θάρρος μου, ανησυχώ πάρα πολύ: «τρομάζω κάθε
φορά τις εξετάσεις, όταν δεν είμαι καλά προετοιμασμένος». (Λαϊκό τραγούδι: κι
αν χωριστούμε τι μ’ αυτό, γιατί να σε τρομάζει, μία ζωή καλύτερη εσένα
σου ταιριάζει)·
-
με τρόμαξε ή μ’ έχει τρομάξει, έμεινε κατάπληκτος ή έχασε την
αυτοπεποίθησή του, το θάρρος του από δική μου ενέργεια ή συμπεριφορά: «μ’ έχει
τρομάξει τ’ αφεντικό μου με την εργατικότητα που δείχνω || με τρόμαξε όλη η
γειτονιά, όταν αγρίεψα». (Λαϊκό τραγούδι: τους ψημένους μάγκες ρώτησε όπου μ’
έχουν τρομάξει, να σου πουν οι κουτσαβάκηδες ποια είν’ η δική μου φτιάξη)·
-
τον τρόμαξε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
τρομάζει να τα φέρει βόλτα, βλ. λ. βόλτα·
-
τρόμαξα να τον βρω, κουράστηκα, ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ ψάχνοντάς τον:
«πήρα όλα τα μπαρ στη σειρά και τρόμαξα να τον βρω»·
-
τρόμαξα να τον γνωρίσω, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να τον αναγνωρίσω: «έχει
αδυνατίσει τόσο πολύ, που τρόμαξα να τον γνωρίσω».