τρόλεϊ, το,
άκλ. ουσ. [<αγγλ. trolley], το τρόλεϊ·
-
είναι μυστήριο τρόλεϊ! βλ. συνηθέστ. είναι μυστήριο τρένο! λ.
τρένο.
τρόλεϊ, το,
άκλ. ουσ. [<αγγλ. trolley], το τρόλεϊ·
-
είναι μυστήριο τρόλεϊ! βλ. συνηθέστ. είναι μυστήριο τρένο! λ.
τρένο.