ασήκωτος,
-η, -ο, επίθ.
[<α- στερητ. + σηκωτός <σηκώνω]. 1. που είναι πάρα πολύ βαρύς για
να τον σηκώσει ή να τον μεταφέρει κανείς: «ο τάδε είναι ασήκωτος απ’ το πάχος
του || βάλε ένα χεράκι να μεταφέρω αυτό το μπαούλο, γιατί είναι ασήκωτο». 2.
που δεν αντέχεται, που δεν υποφέρεται, ο ανυπόφορος, ο αφόρητος: «ασήκωτος
πόνος || ασήκωτος καημός». 3. (για πρόσωπα) που είναι πολύ ολιγόλογος,
πολύ σοβαρός: «τέτοιο ασήκωτο άντρα πρώτη φορά γνωρίζω». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι
άντρας καθώς πρέπει και ασήκωτο παιδί, το μπεγλέρι μου κρατάω και τραβώ
κάνα κρασί).Επίρρ. ασήκωτα·
- βαριά
η καλογερική μ’ ασήκωτος ο γάμος, βλ. λ. καλογερική·
- βαρύ
κι ασήκωτο (για κάτι), βλ. λ. βαρύς·
- βαρύς
κι ασήκωτος, βλ. λ. βαρύς·
- είναι
ασήκωτο, λέγεται για κάτι, ιδίως για κακή συμπεριφορά, που δεν μπορεί να
αντέξει, να υπομένει κανείς: «είναι ασήκωτο να με κατηγορεί, ενώ εγώ πάντα τον
βοηθούσα»·
- μας
κάνει το βαρύ κι ασήκωτο ή μου κάνει το βαρύ κι ασήκωτο, βλ. λ. βαρύς·
- το
παίζει βαρύς κι ασήκωτος, βλ. λ. βαρύς·
- τον
έκανε ασήκωτο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.