τρίποντο, το, ουσ. [<τρι- + πόντος], (στη γλώσσα του μπάσκετ)
επιτυχημένη βολή στο αντίπαλο καλάθι έξω από τα 6,25 μ., που μετράει για τρεις
πόντους: «σε κάθε αγώνα πετυχαίνει πάνω από τέσσερα τρίποντα»·
- βάζω τρίποντο, (γενικά) πετυχαίνω στο σκοπό μου: «μ’ ό,τι και να
καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος, βάζει πάντα τρίποντο»·
- παίρνω το τρίποντο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
καταβάλλω τον αντίπαλό μου και κατακτώ τους τρεις βαθμούς της νίκης: «στο
ντέρμπι της Κυριακής η ομάδα μας νίκησε την αντίπαλη ομάδα και πήρε το
τρίποντο». Από το ότι με τη νίκη της η ομάδα προσθέτει στη γενική βαθμολογία
της τρεις βαθμούς, όπως και η πετυχημένη βολή στο αντίπαλο καλάθι στο μπάσκετ
έξω από τα 6,25 μ.