τρίο, το,
άκλ. ουσ. [<ιταλ. trio]. 1. μουσική σύνθεση για τρία όργανα ή τρεις
φωνές, ιδίως μουσικό συγκρότημα από τρεις τραγουδιστές: «τρίο Ατενέ || τρίο
Μπελκάντο || τρίο Σαλόνικα». 2. (ειρωνικά) γνωστή ομάδα τριών ατόμων που
συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και που συνήθως κυκλοφορούν πάντα μαζί: «πέρασε
απ’ το μπαράκι το γνωστό τρίο κι ήπιαν από ένα ουισκάκι». 3. (για
χαρτοπαίγνιο) το τριάρι (βλ. λ.): «ένα τρίο περιμένω να μου τύχει για να πάρω
την παρτίδα || τρίο μπαστούνι». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι χαρτορίχτρα φίνα,
σκαμπρόζα και τσαχπίνα και γεννήθηκα, θαρρώ, απ’ το τρίο το καρό)·
-
είναι σαν τρίο καρό, α. είναι πολύ κακοντυμένος, φοράει
πολύχρωμα, παρδαλά ρούχα: «όπου κι αν πάει, γελάνε μαζί του, γιατί είναι σαν
τρίο καρό». β. έχει τόσο κακή ψυχική διάθεση, που φαίνεται ζωηρά
αποτυπωμένη στο πρόσωπό του: «κάθε φορά που είναι σαν τρίο καρό, δεν ανοίγει το
στόμα του να πει κουβέντα»· βλ. και λ. καρό·
-
το τρίο Καντσόνε (Κιτάρα, Μπελκάντο, Σαλόνικα), (ειρωνικά) γνωστή ομάδα
τριών ατόμων που συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και που συνήθως κυκλοφορούν
πάντα μαζί: «την ώρα που βγαίναμε εμείς απ’ το μαγαζί, έμπαινε μέσα το τρίο
Καντσόνε». Αναφορά στα ομώνυμα τραγουδιστικά τρίο της δεκαετίας του 1950·
-
του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) τρίο καρό, βλ. φρ. του ’κανα
τα μούτρα τρικολόρε, λ. τρικολόρε.