τρίλιζα, η, ουσ. [<τρίλια], είδος παιδικού παιχνιδιού, ιδίως
για δυο άτομα, που με τον καιρό πέρασε και ως τηλεοπτικό παιχνίδι: «τα παιδιά
ήταν μαζεμένα στην αυλή κι έπαιζαν τρίλιζα»·
-
κάνω τρίλιζα, (γενικά) πετυχαίνω στο σκοπό μου: «μ’ ό,τι και να
καταπιαστεί αυτός ο άνθρωπος, στο τέλος κάνει τρίλιζα».