τρικολόρε, άκλ.
επίθ. [<ιταλ. tricolore], (ειρωνικά) που είναι πολύχρωμος, παρδαλός:
«φορούσε ένα πουκάμισο τρικολόρε»·
-
του ’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) τρικολόρε, τον έδειρα άγρια
χτυπώντας τον στο πρόσωπο: «κάποια στιγμή άρχισαν να χτυπιούνται κι ο δικός σου
του ’κανε τα μούτρα τρικολόρε». Από το ότι το πρόσωπο που δέχεται χτυπήματα
παίρνει διάφορα χρώματα από τις μελανιές που προκαλούνται και από το αίμα που
τρέχει·
-
τους κάναμε τρικολόρε, (ιδίως για ποδόσφαιρο) παίξαμε τόσο καλό
παιχνίδι, που κατανικήσαμε, διασύραμε τους αντιπάλους μας: «έπιασε τέτοιο
παιχνίδι η ομάδα μας, που τους κάναμε τρικολόρε». Από την εικόνα του ατόμου που
είναι ντυμένο με παρδαλά ρούχα και προξενεί το γέλιο σε όσους το βλέπουν.