τριβή, η, ουσ.
[<αρχ. τριβή], η τριβή·
- σημείο τριβής, διαφωνία που προκαλεί ένταση, προστριβή: «πρέπει ν’
αποφεύγουμε κάθε σημείο τριβής, για να υπάρχει ομόνοια μέσα στην παρέα μας».
τριβή, η, ουσ.
[<αρχ. τριβή], η τριβή·
- σημείο τριβής, διαφωνία που προκαλεί ένταση, προστριβή: «πρέπει ν’
αποφεύγουμε κάθε σημείο τριβής, για να υπάρχει ομόνοια μέσα στην παρέα μας».