ασβέστης,
ο, ουσ.
[<μσν. ἀσβέστης <ουδ. ἀσβέστιν, υποκορ. του αρχ. ἄσβεστος], ο ασβέστης·
- είναι
για τον ασβέστη, πρόκειται για άτομο πολύ μεγάλης ηλικίας: «είναι για τον
ασβέστη, ο αφιλότιμος, κι έχει ακόμη το νου του στις πιτσιρίκες || η γιαγιά του
είναι για τον ασβέστη, κι όταν βγαίνει έξω ντύνεται σαν μανεκέν». Από το ότι
παλιότερα ο ασβέστης χρησιμοποιούνταν και ως μέσο καθαριότητας ή ως μέσο κατά
της βρομιάς με την οποία παρομοιάζεται το άτομο πολύ μεγάλης ηλικίας·
- σβήνω
τον ασβέστη, λιώνω τον ασβέστη στο νερό: «παλιότερα οι οικοδόμοι άνοιγαν
μεγάλους λάκκους, τους γέμιζαν με νερό και εκεί μέσα έσβηναν τον ασβέστη».