τρεχάλα, η, ουσ. [<τρέχω + κατάλ. -άλα]. 1. το γρήγορο
τρέξιμο, το τρεχαλητό, το τρεχιό: «με τέτοια τρεχάλα που είχε, ούτε μ’
αυτοκίνητο μπορούσες να τον φτάσεις!». 2. ως επίρρ., τρέχοντας: «πήγε
τρεχάλα στο σπίτι του, γιατί τον ήθελε η μητέρα του || έφυγε τρεχάλα για να
προλάβει το τρένο || ήρθε τρεχάλα για να μην μας κάνει να περιμένουμε»·
-
έβαλε μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. φρ. πάτησε μια
τρεχάλα(!)·
- έδωσε μια τρεχάλα! ή έδωσε τρεχάλα, βλ. φρ. πάτησε
μια τρεχάλα! (Τραγούδι: δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ’ τους
λόφους, να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους)·
- έριξε μια τρεχάλα! ή έριξε τρεχάλα, βλ.
συνηθέστ. πάτησε μια τρεχάλα(!)·
- πάτησε μια τρεχάλα! ή πάτησε τρεχάλα, το άτομο
για το οποίο γίνεται λόγος άρχισε να τρέχει γρήγορα: «μόλις τον πληροφόρησαν
πως έρχονταν να τον πιάσουν, πάτησε μια τρεχάλα κι όπου φύγει φύγει!». Πολλές
φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρεχάλα!