τρένο, το, ουσ.
[<γαλλ. train], το τρένο·
-
από μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, βλ. λ. πίσω·
-
βλέπει τα τρένα να περνούν, αδρανεί, αφήνει να χάνονται ευκαιρίες στη
ζωή του, που θα μπορούσε να τις εκμεταλλευτεί: «όλοι στην ηλικία του έχουν
στήσει και μια δουλίτσα και μόνο αυτός αδιαφορεί και βλέπει τα τρένα να
περνούν»·
-
δε θα φύγει το τρένο, βλ. φρ. δε θα χάσεις το τρένο·
-
δε θα χάσεις το τρένο! ειρωνική έκφραση σε άτομο που βιάζεται να φύγει
από κάπου χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος: «αμάν πια, κάθε τόσο πάμε και πάμε,
δε θα χάσεις το τρένο!». Σπάνια ακούγεται και για αεροπλάνο·
-
είναι μυστήριο τρένο! είναι ιδιότροπος, παράξενος: «θα σου βγάλει την
πίστη, μέχρι να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι μυστήριο τρένο!». Συνών. είναι
μυστήρια μάρκα! / είναι μυστήριο τραμ! / είναι μυστήριο τρένο(!)·
-
η μαλακία του σταματάει τρένο, βλ. λ. μαλακία·
-
κατεβαίνω απ’ το τρένο, αποχωρώ από μια κοινή προσπάθεια, ιδίως από τον
πολιτικό χώρο στον οποίο είμαι οργανωμένος: «όποιος δε συμφωνεί με τη γραμμή
του κόμματος, μπορεί να κατέβει απ’ το τρένο». Χρησιμοποιείται συνήθως στη
γλώσσα της πολιτικής και ως πατέρας της φρ. αυτής αναφέρεται ο Αντρέας
Παπανδρέου·
-
χάνω το τρένο, αργοπορώ, χάνω την ευκαιρία: «τώρα που ξύπνησες για να ενδιαφερθείς
γι’ αυτή τη δουλειά, έχασες το τρένο». (Λαϊκό τραγούδι: της αγάπης τ’ άστρα
είναι πια σβησμένα, έχασες το τρένο,έχασες και μένα).