ασανσέρ,
το, ουσ.
[<γαλλ. ascenseur], το ασανσέρ· (για χαρτοπαίγνιο) ένα από τα παιχνίδια της
πόκας·
- καλώ
το ασανσέρ, πατώ το ειδικό κουμπί, που βρίσκεται έξω από το κουβούκλιο του
ασανσέρ, για να έρθει στο πάτωμα που βρίσκομαι: «κάλεσα το ασανσέρ και περίμενα
να φτάσει στον έβδομο»·
- φώναξε
το ασανσέρ, (προτρεπτικά) πάτησε το ειδικό κουμπί, που βρίσκεται έξω από το
κουβούκλιο του ασανσέρ για να έρθει στον όροφο όπου βρισκόμαστε, κάλεσέ το:
«φώναξε το ασανσέρ, γιατί είμαι έτοιμος να φύγουμε».