τρεμούλα, η, ουσ. [<τρέμω + κατάλ. -ούλα], η τρεμούλα·
-
μ’ έπιασε τρεμούλα, έτρεμα από τη συγκίνηση, το κρύο, τον πυρετό, τα
νεύρα που με κυρίευσαν ή το φόβο που ένιωσα: «είχα να τον δω είκοσι χρόνια και,
μόλις τον είδα να κατεβαίνει απ’ τ’ αεροπλάνο, μ’ έπιασε τρεμούλα || έκανε τόσο
κρύο, που μ’ έπιασε τρεμούλα || χτες βράδυ ανέβασα σαράντα πυρετό και μ’ έπιασε
τρεμούλα || μόλις τον είδα να χτυπάει γέρο άνθρωπο, μ’ έπιασε τρεμούλα || μόλις
τον είδα να τραβάει το μαχαίρι και να ’ρχεται κατά πάνω μου, μ’ έπιασε
τρεμούλα». (Λαϊκό τραγούδι: είχα κάνει φίνα ζούλα και τους έπιασε
τρεμούλα,ψάξανε να μου το βρούνε, δεν μπορέσαν να το βρούνε).