τρελίτσα, η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. τρέλα], συνήθως στον πλ. οι
τρελίτσες, ιδίως χωρίς άρθρο και επαναλαμβανόμενο τρελίτσες! τρελίτσες! ειρωνική
έκφραση σε άτομο που, καθώς αντιλήφθηκε κάποιο ατόπημά του, με διάφορες αστείες
γκριμάτσες ή χειρονομίες προσπαθεί να μας καλοπιάσει, για να μην το τιμωρήσουμε·
- γουστάρω τρελίτσες, ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη
γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας, με την έννοια θέλω να
κάνουμε έρωτα: «έλα, μανούλι μου, γουστάρω τρελίτσες». Πολλές φορές, και σε
ερωτηματικό τύπο: «πω πω, μανούλι μου, γουστάρεις τρελίτσες;»·
- με την τρελίτσα μου κάνω τη δουλίτσα μου, βλ. φρ. ο τρελός με την
τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του, λ. τρελάρα·
- πάμε για τρελίτσες; βλ. φρ. πάμε για τρέλες; λ.
τρέλα.