τρελάρα, η, ουσ. [μεγεθ. του ουσ. τρέλα]. 1. η μεγάλη
τρέλα: «μια τέτοια τρελάρα, μόνο ένας τρελός σαν κι εσένα θα μπορούσε να την
κάνει!». (Λαϊκό τραγούδι: πίσω, ρε μακαντάσηδες, μην πάθετε λαχτάρα, γιατί
το νταηλίκι μου κατάντησε τρελάρα).2. (και για τα δυο
φύλα) η τρελέγκω (βλ. λ.)·
-
είναι τρελάρα, βλ. συνηθέστ. είναι τρελάρας, λ. τρελάρας·
-
ο τρελός με την τρελάρα του γεμίζει την κοιλάρα του, λέγεται ειρωνικά
για άτομο που κάνει πρόχειρα, βιαστικά διάφορες δουλειές ή αποκομίζει διάφορα
οφέλη με τις ανοησίες που κάνει στην ομήγυρη, ιδίως για να γελούν οι άλλοι:
«εμείς μπορεί να γελάμε με τα καμώματά του, αλλά ο τρελός με την τρελάρα του
γεμίζει την κοιλάρα του». Συνών. με την τρελίτσα μου κάνω τη δουλίτσα μου.