τρέλα, η,
ουσ. [<τρελαίνω (υποχωρητ.)], η τρέλα. 1. η παραφροσύνη: «πολλές
φορές η τρέλα τον έκανε να μαλώνει μ’ όλον τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: άσ’
τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις, τι έχει μέσα το μυαλό ενός
τρελού δεν ξέρεις). 2. ανόητος λόγος ή πράξη, η ανοησία, η βλακεία.
(Λαϊκό τραγούδι: ρεζίλεψα στην τρέλα μου τ’ όνομα του πατέρα μου και
κλαίω απ’ την ντροπή μου). 3. πράξη υπέροχη, που γίνεται με πάθος.
(Λαϊκό τραγούδι: θα κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα,σα να ’ναι η
τελευταία μας φορά). 4. παράτολμη ενέργεια: «ήταν μεγάλη τρέλα να
πηδήξεις από μπαλκόνι σε μπαλκόνι». 5α. στον πλ. οι τρέλες,
απερίσκεπτες πράξεις: «άσε τις τρέλες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου!».
(Λαϊκό τραγούδι: αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τις τρέλες σου
αυτές πρέπει να κόψεις). β. θορυβώδη παιχνίδια, αταξίες,
παρεκτροπές: «κάθε φορά που μαζευόμασταν όλα τα ξαδέρφια, αρχίζαμε τις τρέλες».
(Τραγούδι: σας μιλάω με καημό, με σπαραγμό για τόσες τρέλες που
νοσταλγώ). 6. ως επίρρ., εξαιρετικά ωραία, έξοχα, θαυμάσια: «στην
εκδρομή περάσαμε τρέλα!». Υποκορ. τρελίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 37
φρ.)·
-
γαμώ την τρέλα μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου:
«γαμώ την τρέλα μου, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν». Συνήθως η φρ. κλείνει
πάλι με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ.
γαμώ·
- γαμώ την τρέλα σου! ή σου γαμώ την τρέλα! επιθετική
έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα:
«γαμώ την τρέλα σου, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γρίνια! || σου γαμώ την τρέλα
εγώ αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!». Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο
πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια
σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! (α), λ. γαμώ·
-
είμαι μια τρέλα ή είμαι τρέλα, είμαι εξαιρετικός, υπέροχος,
προκαλώ το θαυμασμό: «το ξέρω πως ήμουν μια τρέλα χτες βράδυ στο χορό»·
-
είμαι στην τρέλα, βρίσκομαι σε μεγάλη ψυχική υπερδιέγερση, βρίσκομαι σε
μεγάλη ψυχική ένταση: «δεν ήρθαν ακόμη τα παιδιά μου απ’ τη διαδήλωση κι είμαι
στην τρέλα»·
-
είναι μια τρέλα, βλ. φρ. είναι τρέλα·
-
είναι πάνω στην τρέλα του, α. βρίσκεται σε νεαρή, σε νεανική
ηλικία: «έχει ένα γιο παντρεμένο κι έναν άλλον, που είναι πάνω στην τρέλα του».
β. έκφραση με την οποία θέλουμε πολλές φορές να δικαιολογήσουμε τη
ζωηρότητα ή τις αταξίες νεαρού ατόμου: «αν δεν κάνει αταξίες τώρα που είναι
πάνω στην τρέλα του, πότε θα τις κάνει;»· βλ. και φρ. πάνω στην τρέλα του·
- είναι τρέλα, α. λέγεται
για κάποιον ή για κάτι που προκαλεί το θαυμασμό μας: «αυτή η γυναίκα είναι
τρέλα || τ’ αυτοκίνητό σου είναι τρέλα || η θέα από δω πάνω είναι τρέλα». (Τραγούδι:
τηνε λένε Μαρινέλα κι είναι μούρλια είναι τρέλα). β. (για
ενέργειες) είναι επικίνδυνη, ριψοκίνδυνη, παρακινδυνευμένη: «είναι μια τρέλα
αυτό που πας να κάνεις»·
-
είναι τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
είναι τρέλα η δουλειά ή η δουλειά είναι τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
-
έχει μια δόση τρέλα(ς), βλ. λ. δόση·
-
έχει μια τρέλα! βλ. φρ. κουβαλάει μια τρέλα(!)·
- έχει την τρέλα να…, βλ. φρ. έχει τρέλα με(…)·
-
έχει τρέλα, βλ. φρ. κουβαλάει τρέλα·
-
έχει τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
έχει τρέλα με…, είναι μανιώδης με…: «από μικρό παιδί έχει τρέλα με τη
συλλογή γραμματοσήμων || έχει τρέλα με το ψαροντούφεκο || έχει τρέλα με τα
ταξίδια»·
-
έχει τρέλα με τη δουλειά ή έχει με τη δουλειά τρέλα, βλ. λ. δουλειά·
-
η τρέλα δεν πάει στα βουνά (ενν. πάει στους ανθρώπους), δεν εκπλήσσομαι
διόλου με τις παράλογες ή παράτολμες ενέργειες κάποιου ή κάποιων: «από σένα όλα
μπορεί να τα περιμένει κανένας, γιατί η τρέλα δεν πάει στα βουνά»·
-
θα κάνω καμιά τρέλα, θα προβώ σε κάποια ανοησία, σε κάποια βλακεία
(εννοεί και την αυτοκτονία) λόγω απόγνωσης ή έντονης ψυχολογικής πίεσης: «είναι
η τρίτη φορά που αποτυχαίνει να μπει στο πανεπιστήμιο κι έχε το νου σου, γιατί
θα κάνει καμιά τρέλα, έτσι ευαίσθητο και φιλότιμο που είναι το παιδί». (Λαϊκό
τραγούδι: σε αγαπώ -πώς να στο πω;- μωρό μου, πίσω έλα· μη με παρατάς και
κάνω καμιά τρέλα·σου ’χω πει: χωρίς εσέ να ζήσω δεν μπορώ)·
-
θα μου ’ρθει τρέλα, α. νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα
προβλήματα, θα τρελαθώ: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά, θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό
τραγούδι: πού να σου λέω το μπελά που βρήκα, γιατί μου γκρινιάζει και η
πιτσιρίκα· θέλει ταγεράκι, κάλτσες και ομπρέλα, φράγκο δεν υπάρχει και θα
μου ’ρθει τρέλα).β. νιώθω έντονη ψυχική ταραχή από
ερωτική έξαψη: «δεν μπορώ να συναντήσω αυτή τη γυναίκα, γιατί, τη θέλω τόσο
πολύ, που θα μου ’ρθει τρέλα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα γύφτο μ’ έλα και θα
μου ’ρθει τρέλα, πάρε με στην αγκαλιά σου έλα γύφτο μ’ έλα)·
-
θα σου ’ρθει τρέλα, θα νιώσεις μεγάλη έκπληξη ή μεγάλη ευχαρίστηση: «αν
δεις τι γυναικάρα έβγαλα γκόμενα, θα σου ’ρθει τρέλα || θα σου ’ρθει τρέλα,
μόλις αντικρίσεις τις ομορφιές της Χαλκιδικής»·
-
καθένας με την τρέλα του (κι αυτός με την ομπρέλα του), ο καθένας έχει
τη δική του απασχόληση, το δικό του χαρακτήρα, ο καθένας έχει τις παραξενιές
του, τις ιδιορρυθμίες του: «τρέχει όλη τη μέρα μέσ’ στους δρόμους, παλεύει με
διάφορες δουλειές αλλά τι ακριβώς κάνει αυτός ο άνθρωπος δεν μπόρεσα ποτέ μου
να καταλάβω. -Τι να κάνει, ρε παιδάκι μου, καθένας με την τρέλα του κι αυτός με
την ομπρέλα του»·
-
κάνω την τρέλα, α. ενεργώ παράτολμα, ριψοκίνδυνα ή ανόητα: «εγώ
θα κάνω την τρέλα, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε». β. παντρεύομαι: «λέω να
κάνω κι εγώ την τρέλα, πριν με πάρουν τα χρόνια»·
-
κάνω τρέλες, ενεργώ απερίσκεπτα, συμμετέχω σε θορυβώδη παιχνίδια,
ατακτώ, παρεκτρέπομαι: «όταν βρεθούν όλοι μαζί, κάνουν συνέχεια τρέλες». (Λαϊκό
τραγούδι: και στο Πέραμα αντίκρυ τρώνε ψάρια απ’ το δίχτυ, πίνουν ούζο, κάνουν
τρέλες μα εγώ μετρώ τις μέρες)·
-
κουβαλάει μια τρέλα! είναι πολύ ανόητος, παράτολμος, ριψοκίνδυνος ή
ιδιόρρυθμος: «πρόσεχέ τον, γιατί κουβαλάει μια τρέλα, που δεν είναι για να τον
εμπιστεύεσαι!». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μα τι τρέλα(!)·
-
κουβαλάει τρέλα, είναι ανόητος, παράτολμος: «το παιδί κουβαλάει τρέλα, γι’
αυτό μην το παίρνεις στα σοβαρά»·
-
με τρέλα, πολύ δυνατά, πολύ έντονα: «τον αγαπάει με τρέλα». (Τραγούδι: μάτια
μου, σ’ αναζητούν τα μάτια μου, σε καρτερώ με τρέλα, έλα, έλα, έλα)·
-
μου ’ρχεται τρέλα, νιώθω έντονη ψυχική πίεση από διάφορα προβλήματα,
τρελαίνομαι: «όσο σκέφτομαι πως δεν έχω να καλύψω τα λεφτά της επιταγής μου,
μου ’ρχεται τρέλα»· βλ. και φρ. θα μου ’ρθει τρέλα·
-
μου φέρνει τρέλα, μου προξενεί έντονη ψυχική πίεση κάποιος ή κάτι: «αυτή
η γυναίκα μου φέρνει τρέλα με τα καμώματά της || μου φέρνει τρέλα αυτός ο
θόρυβος». (Λαϊκό τραγούδι: στο μυαλό μου φέρνεις τρέλα, Αραμπέλα,
Αραμπέλα έλα, αν θέλεις να ζήσω για σε γλυκιά κοπέλα)·
-
νεανικές τρέλες, αταξίες, παρεκτροπές που εύκολα συγχωρούνται, γιατί
αποδίδονται στο νεαρό της ηλικίας: «μην το αποπαίρνεις το παιδί, γιατί όλοι μας
κάποτε κάναμε τις νεανικές τρέλες μας»·
-
πάμε για τρέλες; ειρωνικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να
περνάει από μπροστά μας, με την έννοια πάμε να κάνουμε ερωτικά παιχνίδια;
(Τραγούδι: πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες, πάμε για τρέλες, ω, ω!)·
-
πάνω στην τρέλα του, σε στιγμή παραφροσύνης: «πάνω στην τρέλα του,
άρπαξε το τραπεζομάχαιρο και την έσφαξε»· βλ. και φρ. είναι πάνω στην τρέλα
του·
-
περνώ τρέλα, περνώ θαυμάσια, υπέροχα: «απ’ τη μέρα που μπήκα σ’ αυτή την
παρέα, περνώ τρέλα»·
-
πουλώ τρέλα, α. συμπεριφέρομαι ανόητα ή παράτολμα, ριψοκίνδυνα,
ανάλογα με την περίσταση: «αυτόν δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, γιατί
δεν ξέρεις πότε πουλάει τρέλα και πότε είναι με τα σωστά του». (Λαϊκό τραγούδι:
τρέλα πουλάει ο γείτονας, τρέλα πουλάει κι ο φίλος και απορώ
πώς γλίτωσε της γειτονιάς ο σκύλος).β. προσποιούμαι πως δεν
καταλαβαίνω αυτά που μου λέει κάποιος, προσποιούμαι άγνοια, κάνω τον ανήξερο:
«μην πουλάς τρέλα και λέγε πώς ακριβώς έγινε το επεισόδιο»·
-
το πολύ το πάνε κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα, οι πολύ στενές σχέσεις
μεταξύ των ανθρώπων, ιδίως μεταξύ ζευγαριών, δημιουργεί πολλές φορές και
δυσάρεστες καταστάσεις: «έβγαιναν κάθε μέρα τετράδα, ώσπου κάποια στιγμή
αντιλήφθηκε πως ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του φίλου του. -Το πολύ το πάνε
κι έλα, φέρνει και μεγάλη τρέλα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
-
το ρίχνω στην τρέλα, βλ. φρ. πουλώ τρέλα. (Λαϊκό τραγούδι: το
’χεις ρίξει πια στην τρέλα κάθε βράδυ στην Καστέλα, μπαρμπουνάκι και
τσιπούρα κι όλο κρεβατομουρμούρα!)·
-
τον βάρεσε (η) τρέλα, παραφρόνησε ή ενήργησε παράτολμα, ριψοκίνδυνα:
«κάποια στιγμή τον βάρεσε η τρέλα και τα ’σπασε όλα μέσα στο μαγαζί». (Λαϊκό
τραγούδι: τσακιρισμένος μια βραδιά κι ως ήταν άντρας με καρδιά, τον
βάρεσε η τρέλα και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι
έσπασε δυο μπορντέλα)·
-
τρέλα που τον δέρνει! ή τον δέρνει μια τρέλα! έκφραση με την
οποία χαρακτηρίζουμε ένα πολύ ανόητο, πολύ παράτολμο, ριψοκίνδυνο ή ιδιόρρυθμο
άτομο: «εκεί που καθόταν ήσυχος, ξαφνικά άρχισε να βγάζει τα ρούχα του μπροστά
στον κόσμο. -Τρέλα που τον δέρνει! || κάποια στιγμή σηκώθηκε αγριεμένος κι
άρχισε να μαλώνει με δέκα άτομα ταυτόχρονα. -Τον δέρνει μια τρέλα!». Πολλές
φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι τρέλα(!)·
-
φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα, φοβάμαι πως το άτομο για το οποίο
γίνεται λόγος ή θα αυτοκτονήσει ή θα σκοτώσει κάποιον: «απ’ τη μέρα που
χρεοκόπησε, φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα || έπιασε τη γυναίκα του με τον
γκόμενό της και φοβάμαι μήπως κάνει καμιά τρέλα»· βλ. και φρ. θα κάνω καμιά
τρέλα.