τραπουλόχαρτο, το, ουσ. [<τράπουλα + χαρτί], το
τραπουλόχαρτο·
-
γκρέμισαν (όλα) σαν τραπουλόχαρτα ή γκρέμισαν (όλα) σαν πύργος από
τραπουλόχαρτα, διαλύθηκαν, καταστράφηκαν τα πάντα: «από μια άστοχη ενέργειά
του στη δουλειά, γκρέμισαν όλα σαν τραπουλόχαρτα || ο σεισμός ήταν τόσο ισχυρός,
που τα περισσότερα σπίτια γκρέμισαν σαν πύργοι από τραπουλόχαρτα». Από την
εικόνα του ατόμου που, για να δείξει τη δεξιοτεχνία του, κατασκευάζει πάνω στο
τραπέζι με τα χαρτιά της τράπουλας διάφορα είδη κτισμάτων, τα οποία όμως
διασκορπίζονται με το παραμικρό τράνταγμα ή φύσημα·
-
είναι τραπουλόχαρτο στα χέρια μου, είναι υποχείριό μου, τον κάνω ή του
συμπεριφέρομαι όπως θέλω: «ο τάδε θα μας ψηφίσει οπωσδήποτε, γιατί είναι
τραπουλόχαρτο στα χέρια μου». Από την εικόνα του ταχυδακτυλουργού που
χειρίζεται με καταπληκτική ευχέρεια τα τραπουλόχαρτα. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν
είμαι τραπουλόχαρτο στα χέρια τα δικά σου, και να πεθαίνω, αγάπη μου, θα
λέω τ’ όνομά σου)·