τράπεζα, η, ουσ. [<αρχ. τράπεζα. Η σημασία πιστωτικό ίδρυμα
από το τραπέζι του υπαίθριου αργυραμοιβού], η τράπεζα·
-
σηκώνω λεφτά απ’ την τράπεζα, βλ. λ. λεφτά·
-
σηκώνω (την) τράπεζα, τη ληστεύω: «πρωί πρωί δυο ληστές σήκωσαν τη
γωνιακή τράπεζα || χτες το πρωί συμμορίες σήκωσαν ισάριθμες τράπεζες»·
-
χτυπώ (την) τράπεζα, επιχειρώ να τη ληστέψω ή τη ληστεύω: «πολλές συμμορίες
χτυπούν διάφορες τράπεζες κι άλλοι πετυχαίνουν, άλλοι όχι».