τρανός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. τρανός, τρανῆς (= σαφής)]. 1.
που είναι μεγάλος, σπουδαίος, που έχει μεγάλη σπουδαιότητα: «είναι τρανός
γιατρός || είναι τρανός συγγραφέας». (Δημοτικό τραγούδι: άγιε μου Γιώργη
Σκυριανέ, μεγαλομάρτυρα τρανέ και του νησιού καμάρι, ασημένιε καβαλάρη
// ήταν ο Δελαπατρίδης γελαστός κι ευγενικός, μα περνιότανε ο δόλιος για τρανός
πολιτικός (Λαϊκό τραγούδι). 2. που είναι ολοφάνερος: «τρανή
απόδειξη των λόγων του ήταν τα πειστήρια που προσκόμισε». 3. που είναι
μεγάλος στην ηλικία ή στο ανάστημα: «μπορεί να είναι τρανός, αλλά έχει τέτοια
ζωτικότητα, που τρέχει ακόμα πίσω απ’ τις γυναίκες! || βρε, βρε, πόσο τρανό
παλικάρι έγινες!». 4. που είναι σπουδαίος σε πλούτο ή σε δύναμη: «είναι
ο πιο τρανός έμπορας της πιάτσας». 5. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι
τρανοί,(γενικά) οι πλουτοκράτες, οι ισχυροί: «οι τρανοί της γης
αποφάσισαν τη νέα τάξη πραγμάτων»·
-
έγινε μεγάλος και τρανός, επιτείνει την αμέσως παρακάτω έννοια. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
-
έγινε τρανός, έγινε σπουδαίος, πέτυχε επαγγελματικά, κοινωνικά,
οικονομικά: «δούλεψε σκληρά στην ξενιτιά
κι
έγινε τρανός». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
-
κάνει τον μεγάλο και τον τρανό, επιτείνει την αμέσως παρακάτω έννοια.
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μας·
-
κάνει τον τρανό, προσποιείται τον σπουδαίο, τον πετυχημένο: «του ’πεσαν
κι αυτού κάτι λεφτουδάκια, και μας κάνει τον τρανό». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το μας·
-
μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, βλ. λ. κώλος·
-
το παίζει μεγάλος και τρανός, βλ. λ. μεγάλος.