τραλαλά,
άκλ. [<γαλλ. tralala]. 1. επιφώνημα χαράς ή ειρωνείας: «τραλαλά,
τραλαλά, τι ωραία, τι καλά! || τραλαλά, τραλαλά, είσαι σαν τον Μανωλά!»,
ομαδικά ειρωνικά επιφωνήματα των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Π.Α.Ο.Κ.
Θεσσαλονίκης κατά τερματοφύλακα αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας. 2.
(ειρωνικά) στον πλ. ως άκλ. ουσ. τα τραλαλά, δηλώνει ξέγνοιαστες
καταστάσεις, γλέντια, διασκεδάσεις: «άφησε τα τραλαλά, ρε παιδάκι μου, και κοίταξε
λίγο τη δουλειά σου! || το μυαλό του είναι συνέχεια στα τραλαλά»·
-
είναι τραλαλά, α. συμπεριφέρεται ανεύθυνα, λέει ασυναρτησίες:
«μην τον πάρεις στα σοβαρά τον τύπο, γιατί είναι τραλαλά». β. είναι
τρελός, ανισόρροπος: «όχι πολλά αστεία μαζί του, γιατί είναι τραλαλά ο άνθρωπος
και ξεσπάει εκεί που δεν το περιμένεις». Πολλές φορές, συνοδεύεται από
χειρονομία με τα δάχτυλα του ενός χεριού να κάνουν περιστροφικές κινήσεις στο
σημείο του κροτάφου ή με το δείκτη τεντωμένο να σχηματίζει κύκλους στον αέρα κοντά
στο ίδιο σημείο του κεφαλιού·
-
παθαίνω ψυχικό τραλαλά, α. εκπλήσσομαι, εντυπωσιάζομαι έντονα,
μένω άναυδος, εμβρόντητος: «έπαθα ψυχικό τραλαλά, μόλις τον είδα αγκαλιά με τη
γυναίκα του καλύτερου φίλου του». β. αναστατώνομαι, παθαίνω ψυχικό
κλονισμό: «έπαθε ψυχικό τραλαλά, μόλις έμαθε πως ο πατέρας του έπεσε θύμα
τροχαίου δυστυχήματος».