τράκα, η, ουσ.
[<τρακάρω]. 1. η σύγκρουση δυο ή περισσοτέρων αυτοκινήτων, το τράκο:
«έγινε μια τράκα στην παρακάτω διασταύρωση κι οι οδηγοί πιάστηκαν στα χέρια». 2.
η απόσπαση χρημάτων ή άλλου υλικού οφέλους με απάτη ή κολακεία: «αυτός ο
άνθρωπος ζει απ’ την τράκα». 3. η απόσπαση δανεικών χρημάτων από
κάποιον, με την πρόθεση να μην του τα επιστρέψουμε, τα δανεικά και αγύριστα:
«έχει αγοράσει με την τράκα ολόκληρο διαμέρισμα». 4. (ειδικά) η απόσπαση
τσιγάρου από κάποιον: «δεν αγοράζει τσιγάρα και μ’ έχει ταράξει στην τράκα»·
βλ. και λ. στράκα·
-
δίνω μια τράκα ή δίνω τράκα, α. συγκρούομαι, ιδίως με άλλο
αυτοκίνητο και από δικό μου λάθος: «οδηγούσα αφηρημένα κι έδωσα μια τράκα σ’
αυτόν που προπορευόταν, γιατί δεν αντιλήφθηκα πως σταμάτησε». β.
(γενικά) πέφτω επάνω σε κάποιον ή κάτι, συγκρούομαι με κάποιον ή κάτι: «δεν τον
είδα μέσα στο σκοτάδι και του ’δωσα τράκα με τον ώμο μου || όπως πήδησα πάνω
στο πεζοδρόμιο, με τη φόρα που είχα, έδωσα μια τράκα στην άκρη της κολόνας»·
-
είναι της τράκας, (υποτιμητικά) ζει εκ συστήματος παρασιτικά σε βάρος
των άλλων: «μην ξανοίγεσαι πολύ με τον τάδε, γιατί είναι της τράκας»·
-
κάνω μια τράκα ή κάνω τράκα, βλ. συνηθέστ. δίνω μια τράκα·
-
κάνω τράκα, α. αποσπώ χρήματα ή άλλα υλικά οφέλη από κάποιον,
ενεργώ ως τρακαδόρος: «κάνει τράκα όποιον συναντήσει και δεν ντρέπεται
καθόλου». β. (ειδικά) παίρνω από κάποιον τσιγάρο: «μόλις με δει ν’
ανοίγω το πακέτο μου, έρχεται αμέσως και μου κάνει τράκα». (Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι
εγώ για σένα σαν τσιγάρο σβήνω, μη μου κάνεις τράκα δε συ δίνω)·
-
κάνω τράκα ή κάνω τράκες, εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου, με το
παρουσιαστικό μου, προξενώ μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση: «έκανες τράκες χτες
βράδυ στο χορό του συλλόγου μας». Από το ότι μια τράκα που γίνεται στο δρόμο
εντυπωσιάζει και μαζεύει τριγύρω κόσμο. Συνών. κάνω στράκα ή κάνω
στράκες·
-
στην τράκα, ενεργώντας ως τρακαδόρος (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: στο
τέλος εκατάντησα στην τράκα να γυρνάω· σ’ αυτούς που μου τα πήρανε
τσιγάρο να ζητάω)·
-
τον πέθανα στην τράκα, βλ. φρ. τον τάραξα στην τράκα·
-
τον τάραξε στην τράκα, ενήργησε επανειλημμένα ως τρακαδόρος σε βάρος
κάποιου: «επειδή δεν είχε τσιγάρα μαζί του, ως συνήθως βέβαια, τον τάραξε στην
τράκα και στο τέλος του άδειασε ολόκληρο το πακέτο»·
-
τρώω μια τράκα ή τρώω τράκα, συγκρούομαι, ιδίως με άλλο
αυτοκίνητο και από λάθος του άλλου οδηγού: «έφαγα τέτοια τράκα από ’ναν ατζαμή
οδηγό, που παραλίγο να με σκότωνε».