τραγουδιστικός, -ή κ. -ιά, -ό, επίθ.
[<τραγουδιστής + κατάλ. -ικός], που συνηθίζει, που του αρέσει να τραγουδάει:
«ο τάδε είναι πολύ τραγουδιστικός τύπος»·
-
τον έπιασε το τραγουδιστικό του ή τον έχει πιάσει το τραγουδιστικό
του, τραγουδάει συνέχεια, ασταμάτητα: «σήμερα, απ’ το πρωί που ξύπνησε, τον
έχει πιάσει το τραγουδιστικό του και μας πήρε το κεφάλι».