τραγούδι, το, ουσ. [<μσν. τραγούδιν <τραγουδῶ (υποχωρητ.)],
το τραγούδι. Υποκορ. τραγουδάκι, το. (Τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι,
ακόμα ένα τραγουδάκι). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
αλλάζω τραγούδι ή αλλάζω το τραγούδι, βλ. φρ. αλλάζω τροπάρι, λ.
τροπάρι·
-
άναψε το τραγούδι, πήρε μεγάλες διαστάσεις, έφτασε σε μεγάλη ένταση:
«μόλις άρχισαν να παίζουν τα όργανα, άναψε το τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: κάπου
στα Πετράλωνα ο χορός αρχίζει, το τραγούδι άναψε στις καρδιές φωτιά, κι
ο γλυκός ο μπαγλαμάς κάτι μουρμουρίζει, η παλιά αγάπη μου γύρισε ξανά)·
-
άρχισαν τα τραγούδια, βλ. συνηθέστ. άρχισαν τα όργανα, λ. όργανο·
-
δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι, δε συμφωνούμε, έχουμε διαφορετικές
αντιλήψεις ή συνήθειες έτσι ώστε να είναι δύσκολη η συμβίωσή μας ή η συνεργασία
μας: «απ’ τη στιγμή που καταλάβαμε πως δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι,
αποφασίσαμε να χωρίσουμε || διαλύσαμε τη συνεργασία μας, γιατί είδαμε ότι δεν
τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι». Συνών. δεν ταιριάζουν τα χνότα μας·
-
είναι στα τραγούδια του, είναι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος: «απ’
τη μέρα που πέρασε πρώτος ο γιος του στην Ιατρική, είναι στα τραγούδια του».
Από την εικόνα του ατόμου που, όταν είναι χαρούμενο, συνήθως τραγουδάει·
-
έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια λένε, βλ. λ. χορός·
-
θα πεις κι ένα τραγούδι, είτε το θέλεις είτε όχι, με το ζόρι,
ετσιθελικά, υποχρεωτικά. (Λαϊκό τραγούδι: θα τα βρεις μαζί μου σκούρα, κι ας
με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα σου βάλω την κουλούρα και θα πεις κι ένα
τραγούδι)·
-
θα το πει το τραγούδι, θα τον τιμωρήσω, ιδίως με ξυλοδαρμό: «τώρα έχει
δύναμη και κάνει ό,τι θέλει, όμως πού θα μου πάει, θα το πει το τραγούδι»·
-
λέω το τραγούδι, το τραγουδώ: «ποιος τραγουδιστής λέει αυτό το τραγούδι;»·
-
πιάνω το τραγούδι, αρχίζω να τραγουδώ, τραγουδώ: «κάποια στιγμή, όπως
ήρθαμε στο κέφι, πιάσαμε το τραγούδι»·
-
το ρίχνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
-
το στρώνω στο τραγούδι, βλ. συνηθέστ. πιάνω το τραγούδι·
-
το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
-
τραγούδια της καρδιάς, τα ερωτικά τραγούδια: «καθόταν μόνη στο δωμάτιό
της κι άκουγε απ’ το τρανζιστοράκι της τραγούδια της καρδιάς». (Λαϊκό τραγούδι:
μες στην Αθήνα, βρε παιδιά, παίζουν τα μπουζουκάκια, λένε τραγούδια της
καρδιάς, που σβήνουν τα φαρμάκια)·
-
τραγούδια της τάβλας, δημοτικά τραγούδια, που τραγουδιούνται ομαδικά
γύρω από την τάβλα κατά την ώρα του φαγητού: «απ’ τα δημοτικά τραγούδια, αυτά
που μ’ αρέσουν περισσότερο είναι τα τραγούδια της τάβλας»·
- χτυπάω τραγούδια, συνθέτω ή φωνογραφώ τραγούδια:
«όπου και να σταθεί, παίρνει το μολύβι του και χτυπάει τραγούδια || έχει μεγάλο
τρακ, γιατί σε λίγο χτυπάει το πρώτο του τραγούδι». (Λαϊκό τραγούδι: αφού
εμένα αρνήθηκε και σ’ άλλον τώρα πάει ο πόνος βρίσκει γιατρικό τραγούδια να
χτυπάει).