τραβηγμένος, -η, -ο, επιθ. [μτχ. του ρ. τραβώ],
τραβηγμένος. 1. που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση: «ο τάδε είναι
καιρό τραβηγμένος απ’ την πιάτσα». 2. που είναι πολύ βασανισμένος, πολύ
ταλαιπωρημένος: «είμαι τόσο τραβηγμένος στη ζωή μου, που απορώ γιατί ακόμα ζω!».
(Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους, για την γυναίκα
π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος
φυλακή).3. που έχει πιει, που είναι πιωμένος: «μας ήρθε
πάλι τραβηγμένος και μπέρδευε τη γλώσσα του». 4. το θηλ. ως ουσ. η
τραβηγμένη (βλ. λ.). 5. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τραβηγμένα (βλ. λ.)·
-
είναι (πολύ) τραβηγμένο, λέγεται για άποψη, εκδοχή, συμπέρασμα,
παρομοίωση ή συσχετισμό που στερείται εντελώς λογικής βάσης ή που φτάνει τα
όρια της υπερβολής: «όταν μου λες πως πέρασε ολόκληρο φορτηγό από πάνω του και
δεν έπαθε ούτε γρατζουνιά, νομίζω πως είναι πολύ τραβηγμένο»·
-
είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί.