τούρτα, η, ουσ.
[<γαλλ. tourte <λατιν. torta], η τούρτα· ανθρώπινα
περιττώματα σε μεγάλη ποσότητα: «ποιος έκανε εκείνη την τούρτα δίπλα απ’ την
είσοδο της αυλής». Υποκορ. τουρτίτσα, η·
-
είναι το κερασάκι στην τούρτα ή είναι το κερασάκι της τούρτας, βλ. λ. κερασάκι·
-
ένα κομμάτι απ’ την τούρτα, βλ. φρ. ένα κομμάτι απ’ την πίτα, λ.
πίτα.