τούνελ, το,
άκλ. ουσ. [<ιταλ. tunnel <αγγλ. tunnel], το τούνελ· πολύ δύσκολη
κατάσταση, ιδίως οικονομική: «δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσω απ’ αυτό το
τούνελ που βρίσκομαι τον τελευταίο καιρό». Θυμηθείτε πόσος λόγος έγινε τα
τελευταία χρόνια από τους πολιτικούς για το φως στο βάθος του τούνελ·
-
βγάζω απ’ το τούνελ (κάποιον), βοηθώ, ιδίως απαλλάσσω κάποιον από πολύ
δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται: «ευτυχώς που ήταν ο φίλος
του και τον έβγαλε απ’ το τούνελ με τα λεφτά που του ’δωσε»·
-
βγαίνω απ’ το τούνελ, ξεπερνώ την πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση στην
οποία είχα περιέλθει: «πριν από καιρό δεν είχα λεφτά ούτε για τσιγάρα, αλλά
ευτυχώς τώρα βγαίνω απ’ το τούνελ»·
-
βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ,
βλ. λ. φως·
-
περνώ τούνελ, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση: «μη μου
ζητάς ούτε δραχμή, γιατί περνώ τέτοιο τούνελ, που μόνο ο Θεός ξέρει τι μέλλει
γενέσθαι!»·
- πετυχαίνω το τούνελ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου)
πετυχαίνω να περάσω την μπάλα κάτω από τα πόδια του αντίπαλου παίχτη και να
κινηθώ επιθετικά: «μόλις ο παίχτης πέτυχε το τούνελ στον αντίπαλο παίχτη,
ξεχύθηκε σαν τον άνεμο προς την αντίπαλη εστία».