τουμπέκα, [είδος
προστακτ. του ρ. τουμπεκιάζομαι], (στη γλώσσα της αργκό) πάψε, μη μιλάς,
σιωπή: «τουμπέκα, ρε παιδάκι μου, γιατί μας πήρες το κεφάλι!»·
-
κάνω τουμπέκα, βλ. συνηθέστ. κάνω τουμπεκί, λ. τουμπεκί.
τουμπέκα, [είδος
προστακτ. του ρ. τουμπεκιάζομαι], (στη γλώσσα της αργκό) πάψε, μη μιλάς,
σιωπή: «τουμπέκα, ρε παιδάκι μου, γιατί μας πήρες το κεφάλι!»·
-
κάνω τουμπέκα, βλ. συνηθέστ. κάνω τουμπεκί, λ. τουμπεκί.