τούμπανο, το, ουσ. [<αρχ. τύμπανον], το τύμπανο, το ταμπούρλο:
«το πιο αγαπημένο μου παιχνίδι, όταν ήμουν μικρός, ήταν ένα τούμπανο που μου
’χε φέρει ο νονός μου». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
έγινε τούμπανο, α. πρήστηκε από κάποια παθολογική αιτία ή από το
πολύ φαγητό: «στραμπούλιξε τον αστράγαλό του κι έγινε τούμπανο || τον τσίμπησαν
οι μέλισσες στο πρόσωπό του κι έγινε τούμπανο || έτρωγε τόσο πολύ τον τελευταίο
καιρό, που ήρθε κι έγινε τούμπανο». β. μέθυσε υπερβολικά, δεν ήξερε τι
του γινόταν από το μεθύσι: «ήπιε τόσο πολύ, που στο τέλος έγινε τούμπανο και
δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος»·
-
θα σε κάνω τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
-
κολοκύθια τούμπανα! βλ. λ. κολοκύθι·
-
να γίνεις τούμπανο, (είδος κατάρας) να γίνεις πτώμα τυμπανιαίο: «να
γίνεις τούμπανο, ρε κωλόπαιδο, αφού δε θέλεις να με βοηθήσεις»·
-
ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη, βλ. λ. γάμος·
-
ο κόσμος το ’χει τούμπανο, βλ. λ. κόσμος·
-
ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, βλ. λ. κόσμος·
-
την κάνω τούμπανο (ενν. την κοιλιά μου), την πρήζω, τη φουσκώνω από το
πολύ φαγητό: «κάθε φορά που κάθομαι να φάω, την κάνω τούμπανο, γιατί δεν ξέρω
πότε θα ξαναφάω»·
-
της την έκανα τούμπανο (ενν. την κοιλιά της), την άφησα έγκυο: «μια φορά
πήγα μαζί της και της την έκανα τούμπανο με το πρώτο»·
-
το κάνω τούμπανο, διαδίδω, προδίδω, κοινολογώ μυστικό: «μην του
εμπιστευτείς τίποτα, γιατί το κάνει αμέσως τούμπανο σ’ όλον τον κόσμο»·
-
τον βρήκαν τούμπανο, τον βρήκαν νεκρό μετά από μέρες και σε τυμπανιαία κατάσταση:
«ήταν από μέρες χαμένος και τον βρήκαν τούμπανο μέσα σ’ ένα ρέμα»·
-
τον έκανε τούμπανο, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «όπως ήταν
αγριεμένος, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τούμπανο»·
-
τον έκανε τούμπανο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- τον κάνω τούμπανο, τον μεθώ υπερβολικά, τον κάνω να
μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει μαζί
μου, τον κάνω τούμπανο».