τούμπα, η, ουσ.
[<μσν. τούμβα <λατιν. tumba <ελλην. τύμβη], η τούμπα. 1. μικρό
ύψωμα, γήλοφος: «άνω Τούμπα || κάτω Τούμπα», περιοχές της Θεσσαλονίκης. 2.
σε θέση επιρρ., από την άλλη πλευρά, ανάποδα: «μόλις τέλειωσαν τα τραγούδια της
πρώτης όψης, έβαλε το δίσκο τούμπα για ν’ ακούσει και τα τραγούδια που υπήρχαν
στην άλλη όψη»·
-
έφαγα μια τούμπα ή έφαγα τούμπα, έπεσα καθώς περπατούσα κι άρχισα
να κατρακυλώ, να κουτρουβαλώ: «έτρεξα πάνω στον παγωμένο δρόμο κι έφαγα μια
τούμπα, που ήταν όλη δική μου»·
-
ήρθα τούμπα, (για οδηγούς αυτοκινήτων μαζί με το αυτοκίνητό τους)
αναποδογύρισα, τουμπάρισα: «θέλησα ν’ αποφύγω ένα σκυλί που πετάχτηκε ξαφνικά
μπροστά μου και, καθώς έκοψα απότομα δεξιά το τιμόνι, ήρθα τούμπα μέσ’ στο
χαντάκι»·
-
ήρθε τούμπα, 1. (ιδίως για αυτοκίνητα ή άλλα τροχοφόρα)
αναποδογύρισε, τουμπάρισε: «τ’ αυτοκίνητο γλίστρησε πάνω στον παγωμένο δρόμο κι
ήρθε τούμπα στο διπλανό χαντάκι». 2. (γενικά για αντικείμενα)
αναποδογύρισε: «έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στην καρέκλα κι αυτή ήρθε τούμπα». 3.
(για καταστάσεις) ανατράπηκε είτε προς όφελός μου είτε σε βάρος μου: «την
τελευταία στιγμή ήρθε τούμπα ο διαγωνισμός, πράγμα που με βοήθησε πάρα πολύ ||
λίγο πριν υπογράψουμε, ήρθε τούμπα το καλό κλίμα κι έχασα τη δουλειά».
(Τραγούδι: βρε, κόψε το λαιμό σου, σε βαρέθηκα πέρασαν δυο μήνες κι ούτε που
σε σκέφτηκα, αμολάω καλούμπα για να ’ρθουνε τούμπα όλα τα στημένα σου τα
ψεύτικα)·
-
θα τον κάνω να κάνει τούμπες, θα τον καταταλαιπωρήσω, θα τον
καταβασανίσω: «αν δε μου φέρει μέχρι αύριο τα λεφτά που μου χρωστάει, θα τον
κάνω να κάνει τούμπες»·
-
κάνω μια τούμπα ή κάνω τούμπα ή κάνω τούμπες, βλ. φρ.
παίρνω μια τούμπα·
-
κάνω τούμπες, α. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γι’ αυτή τη
γυναίκα κάνω τούμπες || κάνω τούμπες γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο». β.
χαίρομαι πάρα πολύ: «μόλις έμαθε πως ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, έκανε
τούμπες απ’ τη χαρά του». γ. παρακαλώ κάποιον για κάτι με τρόπο που
εξευτελίζει την αξιοπρέπειά μου, εκλιπαρώ: «μωρέ, τούμπες να κάνεις, δε θα σου
δώσω αυτό μου ζητάς». δ. συμπεριφέρομαι δουλικά σε κάποιον ανώτερο ή
ισχυρό για να τον κολακέψω και να εξασφαλίσω κάτι προς όφελός μου: «θέλει να
πάρει μετάθεση και, μόλις βλέπει το διοικητή του, κάνει τούμπες μπροστά του»·
-
παίρνω μια τούμπα ή παίρνω τούμπα ή παίρνω τούμπες, καθώς
περπατάω, πέφτω και κατρακυλώ, κουτρουβαλώ: «όπως έτρεχε, σκόνταψε στο
πεζοδρόμιο κι άρχισε να παίρνει τούμπες»·
-
τα φέρνω τούμπα, ανατρέπω μια κατάσταση προς όφελός μου: «όλα του
πήγαιναν στραβά στη δουλειά του, αλλά κατάφερε και τα ’φερε τούμπα κι
ορθοπόδησε»·
-
τον φέρνω τούμπα, α. τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «κάθε φορά που του
χρειάζονται λεφτά, όλο και κάποιον θα βρει που θα τον φέρει τούμπα». β. τον
καταφέρνω, τον πείθω: «τον έπιασε στο μπλαμπλά, και μέσα σε λίγη ώρα τον έφερε
τούμπα να τον βοηθήσει». γ. τον νικώ: «όσες φορές μαλώσαμε με τον τάδε,
τον έφερα τούμπα»·
-
φέρνω μια τούμπα ή φέρνω τούμπα ή φέρνω τούμπες, βλ.
συνηθέστ. παίρνω μια τούμπα.