τουλουμοτύρι, το, ουσ. [<τουλούμι + τυρί], το τουλουμοτύρι· - θα σε κάνω τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο· - τον έκανε τουλουμοτύρι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.