αρχοντιά,
η, ουσ.
[<μσν. ἀρχοντιά], η ιδιότητα του άρχοντα, η γενναιοδωρία, η ευγένεια τρόπων,
ήθους και γενικά συμπεριφοράς κάποιου που συνδυάζεται με την επιβλητική
εμφάνισή του: «αυτός ο άνθρωπος έχει μια αρχοντιά που αμέσως σε κατακτάει».
(Παιδικό τραγούδι: ήταν ένας γάιδαρος με μεγάλα αφτιά, το παχνί δεν τ’ άρεσε
ήθελε αρχοντιά // κι αν οι ομορφιές μου όλες με νεκρωθήκανε, η ψυχή κι η
αρχοντιά μου δε χαθήκανε (Λαϊκό τραγούδι))·
- η
αρχοντιά μυρίζει από μακριά, ο
ευγενικός, ο αρχοντικός άνθρωπος, φαίνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα
έρθουμε σε επαφή μαζί του: «χαίρεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί η αρχοντιά μυρίζει από μακριά»·
- η
καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, βλ. λ. καθαριότητα.