τούβλο, το, ουσ. [<μσν. τούβ(ου)λον <λατιν. tub(u)lus (=
μικρός σωλήνας)], το τούβλο. 1. άνθρωπος χωρίς διόλου γνώσεις, χωρίς
μόρφωση, ο αμόρφωτος, ο βλάκας: «αυτός ο υπάλληλός μου είναι πολύ τούβλο, γι’
αυτό τον έχω μόνο για χειρωνακτικές εργασίες». 2. (υποτιμητικά για
μαθητές) που δεν παίρνει τα γράμματα, που είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως: «ο τάδε
ήταν το μεγαλύτερο τούβλο της τάξης μας». Συνών. κουμπούρας (2) / κούτσουρο
(2) / ντουβάρι (2) / στουρνάρι (4). 3. χοντρή δεσμίδα από
χαρτονομίσματα: «στην υπόθεση Κοσκωτά έγινε πολύς λόγος για τα τούβλα που
πήγαιναν συνέχεια απ’ το ’να χέρι στ’ άλλο». 4. (στη γλώσσα του
ποδοσφαίρου) πολύ δυνατό και συνήθως ευθύβολο σουτ: «έπιασε τέτοιο τούβλο ο
παίχτης μας, που ο αντίπαλος τερματοφύλακας έμεινε άγαλμα»·
-
έπεσε σαν τούβλο στο κρεβάτι, ξάπλωσε πολύ κουρασμένος, εξουθενωμένος:
«ήταν όλη τη μέρα στη δουλειά κι όταν γύρισε στο σπίτι, έπεσε σαν τούβλο στο
κρεβάτι»·
-
πετώ τούβλα, λέω μεγάλες βλακείες, μεγάλες ανοησίες: «όταν πιω, μη με
παίρνεις στα σοβαρά, γιατί, χωρίς να το καταλαβαίνω, πετώ συνέχεια τούβλα».