τόπος, ο, ουσ.
[<αρχ. τόπος], ο τόπος. 1. η πατρίδα, η χώρα, η πόλη, το χωριό: «πες
μου, ποιος είναι ο τόπος σου;». (Λαϊκό τραγούδι: τάχα θα ζήσω να τα ιδώ του τόπου
μου τα μέρη, τις όμορφες της γειτονιάς και το δικό μου ταίρι;). 2.
θέση: «κάθισε εδώ και μην κουνηθείς απ’ τον τόπο σου, μέχρι να γυρίσω || το
δωμάτιο ήταν άνω κάτω και τίποτε δεν ήταν στον τόπο του». (Ακολουθούν 51 φρ.)·
-
Άγιοι Τόποι, οι περιοχές όπου γεννήθηκε, έζησε, έδρασε, σταυρώθηκε και
αναστήθηκε ο Χριστός: «πριν πεθάνω, έχω σκοπό να επισκεφθώ τους Αγίους Τόπους»·
-
άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, τα ήθη
και έθιμα είναι διαφορετικά από τόπο σε τόπο: «στο χωριό μας η γιορτή του Αγίου
Γεωργίου γιορτάζεται διαφορετικά απ’ ό,τι γιορτάζεται στην Αττική, γιατί
βλέπεις άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι»·
-
από τόπο σε τόπο, από περιοχή σε περιοχή: «από τόπο σε τόπο υπάρχουν
διαφορετικά ήθη και έθιμα»·
-
ατάκα κι επί τόπου, βλ. φρ. ατάκα κι επιτόπου, λ. ατάκα·
-
αφήνω στον τόπο μου, αφήνω αντικαταστάτη μου, αφήνω στο πόδι μου: «όσον
καιρό έλειπα στο εξωτερικό, άφησα στον τόπο μου τον τάδε»· βλ. και φρ. τον
άφησε στον τόπο·
-
αφήνω τόπο, βλ. φρ. κάνω τόπο·
-
βούιξε ο τόπος ή βούιξε ο τόπος όλος ή βούιξε όλος ο τόπος,
το μυστικό που αποκαλύφτηκε ή το νέο που διαδόθηκε, έκανε μεγάλη αίσθηση,
μεγάλη εντύπωση, γι’ αυτό και πολυσυζητήθηκε: «εδώ βούιξε ο τόπος με τον ερχομό
του τάδε κι εσύ δεν έμαθες τίποτα; || μόλις αποκαλύφθηκε το ροζ σκάνδαλο του
τάδε υπουργού, βούιξε ο κόσμος όλος»·
-
βράζει ο τόπος, α. υπάρχει αφόρητη ζέστα: «κάθε καλοκαίρι το μήνα
Ιούλιο βράζει ο τόπος». β. η κατάσταση σε μια χώρα είναι έκρυθμη,
προμηνύεται να ξεσπάσει μεγάλη κοινωνική αναταραχή: «με τα νέα φορομπηχτικά
μέτρα της κυβέρνησης βράζει ο τόπος!». γ. (για υλικά αγαθά) υπάρχει
αφθονία στην αγορά, ιδίως από ένα είδος: «σ’ όποιο μαγαζί και να πας, θα το
βρεις αυτό το είδος, γιατί βράζει ο τόπος»·
-
δε με σηκώνει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. δε με σηκώνει το κλίμα, λ.
κλίμα·
-
δε με χωράει ο τόπος, είμαι πάρα πολύ ανήσυχος ή ανυπόμονος: «κάθε φορά
που πηγαίνουν τα παιδιά μου εκδρομή, δε με χωράει ο τόπος, μέχρι να επιστρέψουν
στο σπίτι»·
-
δεν έπιασε τόπο, δεν αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο, έγινε μάταια, τζάμπα
κάτι: «δεν έπιασε τόπο η συμβουλή που του ’δωσα, γιατί αυτός έκανε πάλι το δικό
του || δεν έπιασε τόπο το χρηματικό ποσό που του ’δωσα, γιατί, αντί να το
επενδύσει στη δουλειά του, πήγε και το ’φαγε με τις πιτσιρίκες»·
-
δίνω τόπο στην οργή, συγκρατώ την οργή μου, τα νεύρα μου, δεν τα αφήνω
να εκδηλωθούν, να ξεσπάσουν: «κάθε φορά που μ’ αντιμιλάει άσχημα, δίνω τόπο
στην οργή, για να μη γίνει φασαρία»·
-
είναι απ’ τον τόπο μου, είναι από την πατρίδα μου, από τη χώρα μου, από
την πόλη μου, το χωριό μου: «κάθε φορά που συναντιόμαστε, καθόμαστε και τα
κουτσοπίνουμε, γιατί είναι απ’ τον τόπο μου»·
-
είναι εκτός τόπου και χρόνου, α. δεν μπορεί να προσαρμοστεί στις
συνθήκες του περιβάλλοντος και της εποχής του στην οποία ζει: «δεν μπορεί να
καταλάβει τη σημερινή νεολαία, γιατί είναι εκτός τόπου και χρόνου». β.
λέγεται για κάτι που προγραμματίζεται σε εντελώς ακατάλληλη στιγμή: «αυτή τη
στιγμή έχουμε άλλες προτεραιότητες κι αυτό που μου λες είναι εκτός τόπου και
χρόνου»·
-
έλα μουνί στον τόπο σου! βλ. μουνί·
-
έμεινε στον τόπο, σκοτώθηκε ακαριαία: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε
μια κολόνα κι έμεινε στον τόπο»·
-
επί τόπου, α. ακριβώς στο ίδιο σημείο στο οποίο βρίσκεται, στο
οποίο πατάει κάποιος: «θα κάνετε μικρά πηδηματάκια επί τόπου || έκανε μια
στροφή επί τόπου κι έφυγε». β. ακριβώς στο ίδιο μέρος, στον ίδιο τόπο
όπου αναφέρεται κάτι: «μόλις έμαθε για το δυστύχημα, πήγε επί τόπου για να δει
και να σχηματίσει προσωπική γνώμη»· βλ. και λ. επιτόπου·
-
έπιασε τόπο, αποδείχτηκε χρήσιμο, ωφέλιμο: «η συμβουλή που του ’δωσα,
έπιασε τόπο || ο φούρνος μικροκυμάτων που αγόρασα, έπιασε τόπο, γιατί ζεσταίνω
μια χαρά το φαγητό μου μέσα σ’ ένα λεπτό || έπιασαν τόπο τα λεφτά που του
δάνεισα, γιατί ορθοπόδησε στη δουλειά του»· βλ. και φρ. πιάνει τόπο·
-
έφαγα τον τόπο, έψαξα σε όλα τα μέρη, έψαξα παντού: «έφαγα τον τόπο για
να σε βρω»·
-
έφυγε η καρδιά μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
-
έφυγε η ψυχή μου απ’ τον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
-
ήρθε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
-
ήρθε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
-
κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
-
καίγεται ο τόπος, επικρατεί αφόρητη ζέστη: «κάθε καλοκαίρι, και
ιδιαίτερα τον Ιούλιο μήνα στην πατρίδα μας καίγεται ο τόπος»·
-
καίει ο τόπος, βλ. συνηθέστ. καίγεται ο τόπος·
-
κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, οι άνθρωποι κάθε περιοχής
έχουν τις δικές τους συνήθειες, τα δικά τους ήθη και έθιμα: «άλλα κάλαντα
ψάλλουν τα παιδιά της Μακεδονίας κι άλλα τα παιδιά των νησιών μας, γιατί κάθε
τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη»·
-
κάνω επί τόπου μεταβολή ή κάνω μεταβολή επί τόπου, αλλάζω εντελώς
συμπεριφορά ή τακτική, διαμορφώνω εντελώς άλλη άποψη: «μετά τις νέες
αποκαλύψεις, η υπεράσπιση έκανε μεταβολή επί τόπου και χάραξε νέα τακτική για
την υπεράσπιση του κατηγορουμένου»·
-
κάνω τόπο, παραμερίζω για να περάσει ή για να καθίσει κάποιος: «αν
κάνεις λίγο τόπο, θα χωρέσω να καθίσω κι εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, πριν
με φάει το μαύρο χώμα, λίγο τόπο κάνε μου στο στρώμα)·
-
κάνω τόπο στην οργή, βλ. φρ. δίνω τόπο στην οργή·
- κατά τόπους, σε διάφορα μέρη, τοπικά: «αύριο κατά τόπους ο
καιρός θα είναι βροχερός». Χρησιμοποιείται κυρίως στη μετεωρολογία·
-
κοινός τόπος, λέγεται για λόγο, ιδέα ή διαπίστωση που είναι πολύ γνωστή
και στερείται κάθε πρωτοτυπίας: «αποτελεί κοινό τόπο η πρότασή σας για την
πάταξη των ναρκωτικών. Μα και βέβαια θα πρέπει να κυνηγηθούν ανελέητα οι
μεγαλέμποροι»·
-
κουνήσου απ’ τον τόπο σου! βλ. συνηθέστ. κουνήσου απ’ τη θέση σου,
λ. θέση·
-
κρανίου τόπος, περιοχή που παρουσιάζει γυμνό τοπίο, ιδίως μετά από
καταστροφή, από μεγάλη πυρκαγιά: «μόλις έσβησε η πυρκαγιά, εκεί που κάποτε ήταν
το πανέμορφο δάσος, τώρα φαντάζει όλη η περιοχή σαν κρανίου τόπος»· βλ. και λ.
κρανίο·
-
να βουίξει ο τόπος ή να βουίξει ο τόπος όλος ή να βουίξει όλος
ο τόπος, να ακουστεί, να μαθευτεί παντού: «θ’ αποκαλύψω τις βρομιές σου, να
βουίξει ο τόπος όλος»·
-
ουδείς προφήτης στον τόπο του, βλ. λ. προφήτης·
-
παπούτσι από τον τόπο σου (κι ας είν’ και μπαλωμένο), βλ. λ. παπούτσι·
-
πήγε εν τόπω χλοερώ, πέθανε, σκοτώθηκε: «αυτός που ψάχνεις, είναι καιρός
τώρα που πήγε εν τόπω χλοερώ || όπως έτρεχε σαν τρελός με τ’ αυτοκίνητό του,
καρφώθηκε σε μια κολόνα και πήγε εν τόπω χλοερώ». Από τη νεκρώσιμη ακολουθία: εν
τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
-
πήγε η καρδιά μου στον τόπο της, βλ. λ. καρδιά·
-
πήγε η ψυχή μου στον τόπο της, βλ. λ. ψυχή·
-
πιάνει τόπο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.), (για πράγματα),
καταλαμβάνει, χρειάζεται χώρο (αρκετό, λίγο, πολύ κ.λπ.): «αυτή η καρέκλα
πιάνει λίγο τόπο στο σαλόνι, αλλά αυτό το μπαούλο πιάνει αρκετό τόπο»· βλ. και
φρ. έπιασε τόπο·
-
πιάνω τόπο, χρησιμεύω, αποδεικνύομαι χρήσιμος, ωφέλιμος, φέρνω
αποτέλεσμα, αποφέρω όφελος: «έπιασαν τόπο οι συμβουλές μου || έπιασαν τόπο τα
λεφτά μου»·
-
σκάει ο τόπος, βλ. φρ. καίγεται ο τόπος·
-
στ’ αλόγου τον τόπο γαϊδούρι μη δένεις, βλ. λ. γαϊδούρι·
-
στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει, βλ. λ. Μάης·
-
τον άφησε στον τόπο, τον χτύπησε και του επέφερε ακαριαίο θάνατο:
«έβγαλε το πιστόλι του και με δυο πυροβολισμούς τον άφησε στον τόπο»·
-
τόπο στα νιάτα! προτροπή στους γεροντότερους, που κατέχουν ηγετικές ιδίως
θέσεις σε έναν εργασιακό ή πολιτικό χώρο, να αποσυρθούν και να αφήσουν τις
πρωτοβουλίες στους νέους·
-
τόπος αναπαύσεως, α. το νεκροταφείο: «μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία
μετέφεραν το νεκρό στον τόπο αναπαύσεως». β. ο Παράδεισος Από τη
νεκρώσιμη ακολουθία: εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναπαύσεως (…)·
- τόπος χλοερός, βλ. φρ. τόπος
αναπαύσεως·
-
τόπου συνήθεια νόμου κεφάλαιο, βλ. λ. συνήθεια·
-
τόπους τόπους, (ιδίως για βαφή, για χρώμα) περιοχές περιοχές, όχι
ομοιόμορφα: «πάνω στη βιασύνη του έβαψε την επιφάνεια τόπους τόπους || η
μπλούζα με το πρώτο πλύσιμο ξέβαψε τόπους τόπους».