τόπι, το, ουσ.
[<τουρκ. top (= σφαίρα)]. 1. η μπάλα: «τα παιδιά μαζεύτηκαν στην
αλάνα για να παίξουν τόπι». 2. ύφασμα πολλών μέτρων περιτυλιγμένο: «όλα
τα ράφια του καταστήματος ήταν γεμάτα με τόπια διάφορων υφασμάτων». 3. (παλαιότερα)
σφαιρικό βλήμα κανονιού και, κατ’ επέκταση, το κανόνι: «με το ξημέρωμα πήραν
φωτιά τα τόπια και σε λίγο η μάχη γενικεύτηκε»·
-
βάζω φωτιά στα τόπια, δημιουργώ έκρυθμη κατάσταση: «οι δηλώσεις του
υπουργού Οικονομικών για την εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης έβαλε φωτιά
στα τόπια και οι συνδικαλιστές όλων των πολιτικών παρατάξεων ανήγγειλαν
δυναμικές κινητοποιήσεις». Από την εικόνα των κανονιών εν ώρα μάχης·
-
θα σε κάνω τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
-
τον έκανε τόπι, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «όπως ήταν μεθυσμένος,
τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τόπι»·
-
τον έκανε τόπι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.