τόνος, ο, ουσ.
[<αρχ. τόνος], ο τόνος. 1. ο βαθμός έντασης της φωνής: «είναι τέτοια
η φωνή του, που έχεις την εντύπωση πως μιλάει πάντα σε υψηλό τόνο || ήταν στη
γωνιά του μαγαζιού και μιλούσαν σε χαμηλό τόνο». 2. ο βαθμός έντασης
ενός χρώματος, η απόχρωση: «στον πίνακα κυριαρχεί ένας τόνος του κόκκινου».
(Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
ανεβάζω τον τόνο ή ανεβάζω τους τόνους, (ιδίως για συζήτηση)
αυξάνω την ένταση του τόνου ή του ύφους της ομιλίας μου, μιλώ έντονα,
απαιτητικά: «μετά την άρνηση που δέχτηκε απ’ το προεδρείο για φανερή ψηφοφορία,
ανέβασε τους τόνους της συζήτησης»·
-
ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
-
ανεβαίνουν οι τόνοι, (ιδίως για συζήτηση) αυξάνεται η ένταση: «μετά τις
πρώτες αντεγκλήσεις άρχισαν ν’ ανεβαίνουν οι τόνοι της συζήτησης»·
-
άνθρωπος χαμηλών τόνων, βλ. λ. άνθρωπος·
-
δέκα με τόνο, βλ. λ. δέκα·
-
δίνω τόνο, δίνω έμφαση: «κάθε φορά που μιλάει γι’ αυτόν τον άνθρωπο,
δίνει τόνο στα λόγια του»·
-
δίνω τον τόνο, δίνω το ρυθμό για την εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, ενός
τραγουδιού ή ενέργειας: «στην ορχήστρα τον τόνο έδινε ο μαέστρος || απ’ τη
στιγμή που δεν υπάρχει άνθρωπος να μας δίνει τον τόνο, θα καθόμαστε έτσι με
σταυρωμένα τα χέρια!». Συνών. δίνω το σκοπό·
-
επαναλαμβάνω σ’ όλους τους τόνους, επαναλαμβάνω με έμφαση και με όλους
τους δυνατούς εκφραστικούς τρόπους, για να επισημάνω ή για να κάνω απόλυτα
κατανοητό κάτι σε κάποιον ή κάποιους: «ο πρωθυπουργός επανέλαβε σ’ όλους τόνους
στη Βουλή πως η κυβέρνηση δε θα παρεκκλίνει από την οικονομική της πολιτική»·
-
κατεβάζω τον τόνο ή κατεβάζω τους τόνους, (ιδίως για συζήτηση)
μετριάζω την ένταση του τόνου ή του ύφους της ομιλίας μου, γίνομαι
διαλλακτικός: «μόλις ο πρόεδρος της Βουλής τον ανακάλεσε στην τάξη, ο βουλευτής
κατέβασε τους τόνους της ομιλίας του»·
-
κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
-
λέω σ’ όλους τους τόνους, βλ. φρ. επαναλαμβάνω σ’ όλους τους τόνους·
- με τόνους, (για πρόσωπα ή πράγματα) που είναι εντυπωσιακός: «η
γκόμενά του είναι με τόνους || αγόρασε ένα αυτοκίνητο με τόνους»·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
-
υψώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
- χαμηλοί τόνοι, (ιδίως για συζήτηση) χωρίς ένταση, σε ήπιο κλίμα: «κατά
τη συνεδρίαση υπήρξαν διαφορετικές απόψεις, αλλά γενικά η συζήτηση διεξήχθη σε
χαμηλούς τόνους»·
- χαμηλώνω τον τόνο ή χαμηλώνω τους τόνους, (ιδίως
για συζήτηση) βλ. φρ. κατεβάζω τον τόνο·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. λ. φωνή·
-
χάνω τον τόνο, χάνω το ρυθμό κατά την ερμηνεία ενός μουσικού κομματιού ή
τραγουδιού, ή χάνω το ρυθμό της εκτέλεσης μιας ενέργειας: «πρέπει να κάνεις
πολλές πρόβες ακόμη το τραγούδι, γιατί κάθε τόσο χάνεις τον τόνο || κατέστρεψε
όλη μας την προσπάθεια, γιατί κάθε τόσο έχανε τον τόνο».