τόκος, ο,
ουσ. [<αρχ. τόκος], ο τόκος·
-
δουλεύουν οι τόκοι, πιστώνονται στο λογαριασμό, ανατοκίζονται: «έβαλα
ένα ποσό στην τράπεζα, που μετά από πέντε χρόνια θα διπλασιαστεί, γιατί
δουλεύουν οι τόκοι»·
-
και με τόκο, και επιπλέον, και κάτι παραπάνω: «επειδή πάντοτε ήσουν στο
πλευρό μου και πάντα με βοηθούσες, αν κάποτε χρειαστείς τη βοήθειά μου, θα σε
βοηθήσω και με τόκο». (Λαϊκό τραγούδι: μπροστά σου θα ’ναι πάντα οι μέρες
της βελόνας, για άκουσε και μένα και κάνε τώρα μόκο, όσα η Λευκή Κυρία μου
’δωσε μέχρι τώρα, τα πήρε όλα πίσω, δικέ μου, και με τόκο)·
-
με τόκο, με αντάλλαγμα κάτι που είναι περισσότερο ή ανώτερο από αυτό που
δίνεται: «επειδή κάποτε με βοήθησες, αν χρειαστείς ποτέ βοήθεια, θα σε βοηθήσω
με τόκο, ρε φιλαράκι μου». (Τραγούδι: μπατίτα ντελ κόκο, εγώ την καρδιά μου
δεν τη δανείζω με τόκο»·
-
ο τόκος τρέχει ή οι τόκοι τρέχουν ή τρέχει ο τόκος ή τρέχουν
οι τόκοι, καταβάλλεται, μπαίνει στο λογαριασμό, ανατοκίζεται, πιστώνεται:
«αυτός δεν έχει και μεγάλο ζόρι, γιατί έχει ένα καλό κεφάλαιο στην τράπεζα και
οι τόκοι τρέχουν»·
-
πέφτω στον τόκο, δανείζομαι χρήματα, ιδίως από τοκογλύφο: «για να πέσει
στον τόκο ο φίλος σου, πάει να πει πως έχει σοβαρές δυσκολίες με την δουλειά
του». Θεωρείται δύσκολη περίπτωση στη ζωή ενός ανθρώπου·
-
τα ’χω στον τόκο (τα λεφτά μου), τα δανείζω, ιδίως ως τοκογλύφος: «έχω
κάτι λεφτουδάκια στη διάθεσή μου και τα ’χω στον τόκο»·
-
τον έφαγαν οι τόκοι, δεν μπορεί να προκόψει, γιατί πληρώνει πολλά λεφτά
στις τράπεζες, ιδίως στους τοκογλύφους, για δάνεια που έχει πάρει: «σκοτώνεται
όλη τη μέρα στη δουλειά, αλλά δεν μπορεί να πάει μπροστά ο άνθρωπος, γιατί τον
έφαγαν οι τόκοι».