τόγκα, η,
ουσ. [<ισπαν. tonga (= κουκούλα)], το χρέος·
-
αφήνω τόγκα, βλ. φρ. βάζω τόγκα·
-
βάζω τόγκα, αφήνω σε κάποιον χρέος με σκοπό να μην το πληρώσω: «πρόσεχε
τον τάδε, γιατί έβαλε τόγκα σ’ όλα τα μαγαζιά της αγοράς»·
-
μ’ άφησε τόγκα, βλ. φρ. μου ’βαλε τόγκα·
- μου ’βαλε τόγκα, μου άφησε χρέος που υποπτεύομαι
πως δε θα μου το πληρώσει: «ήρθε με την παρέα του, έφαγε, ήπιε και στο τέλος μου
’βαλε τόγκα το λογαριασμό».