τιρμπουσόν, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. tire-bouchon], μικροεργαλείο
για το ξεβούλωμα των μπουκαλιών: «αν δε βρεις το τιρμπουσόν, δε θα μπορέσουμε
ν’ ανοίξουμε το μπουκάλι». (Λαϊκό τραγούδι: γκαρσόν γκαρσόν γκαρσόν γκαρσόν,
φέρε πενήντα τιρμπουσόν και άνοιγε μπουκάλια και άνοιγε μπουκάλια και
άνοιγε μπουκάλια). Από άγνοια ή από ευκολία ακούγεται και τριμπουσιόν·
-
του βγάζεις τα λόγια με το τιρμπουσόν ή του παίρνεις τα λόγια με το
τιρμπουσόν, βλ. λ. λόγος·
-
του τα βγάζεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα βγάζεις με το τιρμπουσόν
ή του τα παίρνεις ένα ένα με το τιρμπουσόν ή του τα παίρνεις με
το τιρμπουσόν (ενν. τα λόγια) βλ. συνηθέστ. του βγάζεις τα λόγια με το
τιρμπουσόν.