τίποτα κ.
τίποτε κ. τίποτας κ. τίποτες κ. τίποτις, άκλ. αόρ.
αντων. [<μσν. τίποτα <τίποτε <αρχ. τί ποτέ, κατά τα επιρρ. σε -α], τίποτα.
(Λαϊκό τραγούδι: χωρίς να κάνεις τίποτις, το λέει η ψυχή σου, και
κάθε μέρα βρίσκεται – κορόιδο! σπασμένη η κεφαλή σου). 1. κάτι:
«υπάρχει τίποτα να φάω;». Πολλές φορές, ακούγεται η φρ.: πάρε καμιά (κάποια)
φορά κανέναν (κάποιον) φίλο σου να πάμε πουθενά (κάπου) να φάμε τίποτα (κάτι).
2α. (σε ερωτηματικό τύπο) δηλώνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «είναι
τίποτα αυτός ο άνθρωπος ή είναι μόνο λόγια; || είναι τίποτα αυτό τ’ αυτοκίνητο
ή τζάμπα τα λεφτά που έδωσες;». β. μήπως: «είναι τίποτα συγγενής σου
αυτός που σε περιμένει; || ενοχλώ τίποτα ή να καθίσω;». 3. (σε αρνητική
έκφραση) ούτε το ελάχιστο: «δεν αξίζει τίποτα || δε ζήτησε τίποτα». 4.
ως φιλοφρονητική απάντηση στις λ. ευχαριστώ ή συγνώμη που μας
απευθύνει κάποιος: «ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. -Τίποτα || με συγχωρείτε που
σας ανησύχησα. -Τίποτα». 5. λέγεται για κάτι το ελάχιστο, το ασήμαντο,
το μηδαμινό: «με κείνο το τίποτα που του άφησε πεθαίνοντας ο πατέρας του, έγινε
μεγάλος και τρανός». 6. το ουδ. άρθρο το τίποτα, η άλλη ζωή, ο
θάνατος: «κάποια μέρα όλους μας μας περιμένει το τίποτα». (Ακολουθούν 120 φρ.)·
-
άλλο τίποτα, βλ. λ. άλλος·
-
άλλο τίποτα; βλ. λ. άλλος·
-
αν τον γυρίσεις ανάποδα, δεν πέφτει τίποτα απ’ τις τσέπες του, βλ. λ. τσέπη·
-
απ’ το τίποτα, εκ του μηδενός: «έγινε μεγάλος και τρανός απ’ το τίποτα».
(Τραγούδι: μαραμένο μου λουλούδι, μάτια μου καχύποπτα, το δικός μας το
τραγούδι, φτιάχνω απ’ το τίποτα)· βλ. και φρ. για το τίποτα·
-
από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
-
από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
-
από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
-
από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
-
από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
-
από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
-
αφήνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βλ. φρ. βγαίνει τίποτα(;)·
-
βγαίνει τίποτα; (γενικά για δουλειά) βγαίνει κάποιο όφελος; κάποιο
εμπορικό κέρδος(;): «μου λες ότι έχεις πολλή δουλειά, όμως βγαίνει τίποτα;»·
-
βολεύεται με το τίποτα, δεν είναι καθόλου απαιτητικός, είναι ολιγαρκής:
«ο μεγάλος μου ο γιος είναι συνέχεια δώσε και δώσε, ενώ ο μικρός μου ο γιος δε
μου δημιούργησε ποτέ πρόβλημα, γιατί βολεύεται με το τίποτα»·
-
για ένα τίποτα, βλ. φρ. για το τίποτα·
-
για τίποτα, για κανένα αντάλλαγμα: «αυτό το ρολόι είναι δώρο του πατέρα
μου και δεν τ’ αλλάζω για τίποτα»·
-
για τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
για το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό: «μάλωσαν για το
τίποτα || για το τίποτα βάζει τις φωνές». (Λαϊκό τραγούδι: με ζηλεύεις για
το τίποτα κι όλα μου τα βλέπεις ύποπτα)·
-
δε βγάζω τίποτα, α. δεν έχω κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «αφού
εγώ δε βγάζω τίποτα, γιατί να μπλεχτώ σ’ αυτή την υπόθεση;». (Λαϊκό τραγούδι: μην
κλαις και μην πικραίνεσαι και μη βαριαστενάζεις, ό,τι κι κάνεις, μάθε το, τίποτα
δε θα βγάλεις).β. δεν μπορώ να καταλάβω, να κατανοήσω
αυτό για το οποίο γίνεται λόγος: «μου μιλάει μια ώρα, αλλά δε βγάζω τίποτα απ’
αυτά που μου λέει». γ. δεν μπορώ να κατανοήσω κάποιο κακογραμμένο
κείμενο: «διαβάζω μια ώρα αυτό το βιβλίο και δε βγάζω τίποτα». δ. δεν
μπορώ να κατανοήσω χειρόγραφο κείμενο, γιατί είναι γραμμένο με δυσανάγνωστα
γράμματα: «έχει τόσο απαίσιο γραφικό χαρακτήρα που δε βγάζω τίποτα απ’ το
σημείωμα που μου ’στειλε»·
-
δε βγαίνει τίποτα, α. δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα, κανένα
όφελος: «πρέπει να μιλήσουμε ήρεμα και μυαλωμένα, γιατί με τις γκρίνιες και τα
πείσματα δε βγαίνει τίποτα». β. (γενικά για δουλειά) δεν υπάρχει κάποιο
χρηματικό όφελος, κάποιο εμπορικό κέρδος: «θα την κλείσω τη δουλειά, γιατί όσο
και να δουλεύω δε βγαίνει τίποτα»·
-
δε γίνεται καλά με τίποτα, βλ. λ. καλός·
-
δε γίνεται τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
-
δε θα βγάλεις τίποτα, δε θα έχεις κανένα αποτέλεσμα, δε θα αποκομίσεις
κανένα χρηματικό ή άλλο όφελος: «όσο και να με παρακαλέσεις, δε θα βγάλεις
τίποτα, γιατί δεν έχω να σου δανείσω ένα τόσο μεγάλο ποσό || μην μπλεχτείς μ’
αυτή τη δουλειά, γιατί δε θα βγάλεις τίποτα»·
-
δε θα πει τίποτα! βλ. φρ. δε λες τίποτα(!)·
-
δε λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
-
δε λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
-
δε μας χωρίζει τίποτα, α. δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει
αιτία να σκιάσει τις σχέσεις μας, να μας κάνει να μαλώσουμε: «δε μας χωρίζει
τίποτα, γιατί λοιπόν να μαλώσουμε;». β. δεν υπάρχει κάποια δύναμη ή
αιτία που θα μπορέσει να διαλύσει τον ερωτικό μας δεσμό: «αγαπιόμαστε τόσο πολύ,
που δε μας χωρίζει τίποτα». (Τραγούδι: τίποτα δε μας χωρίζει,
όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα καρδιοχτυπώ για σένα)·
-
δε με κρατάει τίποτα (κάπου), βλ. λ. κρατώ·
-
δε με σώνει τίποτα ή δε μας σώνει τίποτα, βλ. λ. σώνω·
-
δε μου κοστίζει τίποτα να…, βλ. λ. κοστίζω·
- δε μου λέει τίποτα, βλ. λ. λέω·
-
δε σε ξεπλένει τίποτα, βλ. φρ. δε σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας, λ.
Νιαγάρας·
-
δε σου λέω τίποτα! βλ. λ. λέω·
-
δε στοιχίζει τίποτα, βλ. λ. στοιχίζω·
-
δε σώνεται με τίποτα, βλ. λ. σώνομαι·
-
δε φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα, βλ. λ. ορίζοντας·
-
δε χορταίνει με τίποτα, βλ. λ. χορταίνω·
-
δεν αφήνει τίποτα, βλ. φρ. δε βγαίνει τίποτα·
-
δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω, α. ασχολείται με όλα τα
πράγματα, ιδίως δεν αφήνει αναπάντητο κάποιον υπαινιγμό που έγινε σε βάρος του:
«είναι πολύ ζωντανός άνθρωπος και δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω || οι
δημοσιογράφοι περίμεναν την αντίδραση του Ευάγγελου Γιαννόπουλου στην μπηχτή
του πολιτικού του αντιπάλου, γιατί ήξεραν από άλλες φορές πως ο υπουργός δεν
αφήνει τίποτα να πέσει κάτω». β. είναι πολύ οικονόμος: «όταν κάπου
μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι ή όταν έχει την εντύπωση πως κάπου θα του
χρειαστεί, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω»·
-
δεν άφησε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
-
δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
-
δεν έγινε τίποτα, βλ. λ. γίνομαι·
-
δεν είμαι τίποτα, είμαι ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν είμαι
τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να πάρω το πτυχίο μου». (Τραγούδι: δεν είμαι
τίποτα, αφού δεν μπόρεσα να σε κρατήσω, δεν είμαι τίποτα, είμ’ ένα
σκέτο μηδενικό)·
-
δεν είμαστε τίποτα, δε μας συνδέει καμιά συγγένεια: «μπορεί να έχουμε το
ίδιο επώνυμο, αλλά δεν είμαστε τίποτα»· βλ. και φρ. ένα τίποτα είμαστε·
-
δεν είναι τίποτα, βλ. συνηθέστ. δεν κάνει τίποτα·
-
δεν έμεινε τίποτα όρθιο, βλ. λ. όρθιος·
-
δεν έχει να κάνει τίποτα, δεν έχει καμία σχέση, δεν εξηγείται ή δεν
συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «αυτό που μου λες, δεν έχει να κάνει τίποτα
μ’ αυτά που έγιναν»·
-
δεν έχει τίποτα, α. (για πρόσωπα) δεν έχει περιουσία ή χρήματα:
«κάποτε ήταν πλούσιος, αλλά, απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, δεν έχει τίποτα». β.
(ειδικά για μαγαζιά, καταστήματα) υπάρχουν πάρα πολλές ελλείψεις: «δεν πάω ξανά
στο τάδε σούπερ μάρκετ, γιατί δεν έχει τίποτα»·
-
δεν έχει τίποτα στ’ όνομά του, βλ. λ. όνομα·
-
δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, βλ. λ. μοιράζω·
-
δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα , βλ. λ. χωρίζω·
-
δεν έχω να χάσω τίποτα ή δεν έχω τίποτα να χάσω, βλ. λ. χάνω·
-
δεν έχω τίποτα, α. είμαι καλά στην υγεία μου: «την προηγούμενη
βδομάδα έκανα ένα γενικό τσεκ απ κι ο γιατρός με διαβεβαίωσε πως δεν έχω
τίποτα». β. δε μου συμβαίνει κάτι κακό ή δυσάρεστο: «πώς σου πέρασε η
ιδέα πως κάτι μου συμβαίνει; Δεν έχω τίποτα»·
-
δεν έχω τίποτα εναντίον (κάποιου), δεν έχω κανένα παράπονο από κάποιον,
ιδίως δεν τον εχθρεύομαι: «αφού δεν έχω τίποτα εναντίον του, γιατί να μην τον
χαιρετάω;»· βλ. και φρ. δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο·
-
δεν έχω τίποτα με τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
-
δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, επιτείνει την ενέργεια του ατόμου για
το οποίο γίνεται λόγος, ασχολείται συνεχώς με το ίδιο πράγμα, καλό ή κακό: «όλη
τη μέρα δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να τεμπελιάζει || είναι πολύ πλούσιος και
σ’ όλη του ζωή δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να ταξιδεύει || αυτός ο άνθρωπος
δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να πίνει || αυτό το παιδί δεν κάνει τίποτ’ άλλο
απ’ το να διαβάζει»·
-
δεν κάνει τίποτα, α. φιλοφρονητική ή ειρωνική απάντηση στο ευχαριστώ
ή στο συγνώμη που μας απευθύνει κάποιος: «σ’ ευχαριστώ πολύ που με
βοήθησες. -Δεν κάνει τίποτα || συγνώμη που σας πάτησα. -Δεν κάνει τίποτα». β.
(για πρόσωπα ή πράγματα) δεν έχει καμιά αξία, είναι άχρηστος: «έχω την εντύπωση
πως δεν κάνει τίποτα ο τύπος που μου γνώρισες || αγόρασε ένα αυτοκίνητο αλλά
δεν κάνει τίποτα»·
-
δεν κάνω τίποτα, α. τεμπελιάζω: «την περίοδο του καλοκαιριού, την
αράζω σ’ ένα νησί και δεν κάνω τίποτα, μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές μου». β.
είμαι αργόσχολος: «έχω βρει κάτι εισοδήματα από τον πατέρα μου και δεν κάνω
τίποτα στη ζωή μου». γ. αδρανώ: «επειδή η αγορά δεν πάει καλά, δεν κάνω
τίποτα, μέχρι να δω τι θα γίνει»·
-
δεν καταλαβαίνω τίποτα, α. είμαι ανένδοτος, αποφασισμένος για
κάτι: «ό,τι να πεις, ό,τι και να κάνεις, δεν καταλαβαίνω τίποτα, γιατί πρέπει
να τιμωρηθείς». β. δε μ’ ενδιαφέρει, δε με νοιάζει τίποτα: «ο κόσμος
όλος να καίγεται, εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
καταλαβαίνω τίποτα, τίποτα και ας χάσω τη ζωή μου τη μισή)·
- δεν κρατιέται με τίποτα, βλ. φρ. δεν κρατιέται ούτε μ’
αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
-
δεν ξέρει τίποτα για το φόνο, βλ. λ. φόνος·
-
δεν πάει τίποτα κάτω, δεν έχω καθόλου όρεξη, ιδίως δεν έχω διάθεση να
φάω ή να πιω στο ελάχιστο: «είμαι τόσο στενοχωρημένος, που δεν πάει τίποτα
κάτω»·
-
δεν πάω για τίποτα, α. με κανένα τίμημα, ό,τι και να μου δώσουν:
«δεν πάω για τίποτα σ’ αυτή την παρέα, γιατί όλοι τους είναι αλήτες». β.
δεν επιδιώκω το ελάχιστο, το παραμικρό: «εσύ πρέπει ν’ αγωνιστείς, γιατί αυτό είναι
το συμφέρον σου, εγώ όμως που δεν πάω για τίποτα γιατί ν’ αγωνιστώ;»·
-
δεν πάω με τίποτα, με κανέναν τρόπο: «όσο και να με παρακαλούν, δεν πάω
με τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί»·
-
δεν πιάνεται με τίποτα, α. εξελίσσεται, προοδεύει συνεχώς: «απ’
τη μέρα που έριξε τα λεφτά που κέρδισε από το λαχείο στη δουλειά του, δεν
πιάνεται με τίποτα». β. είναι απρόσιτος, απλησίαστος: «απ’ τη μέρα που
πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». γ. είναι τόσο έξυπνος
που ξεγλιστράει πάντα επιτήδεια: «όσες παγίδες και να του στήσεις αυτού του
ανθρώπου, δεν πιάνεται με τίποτα». δ. είναι ταχύτατος: «όσο και να τον
κυνηγήσεις, δεν πιάνεται με τίποτα». ε. βρίσκεται σε μεγάλη ψυχική
ευφορία: «απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, δεν πιάνεται με τίποτα». στ.
είναι ασυναγώνιστος σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη: «είναι τόσο καλός μηχανικός,
που δεν πιάνεται με τίποτα»· βλ. και φρ. δεν πιάνεται από πουθενά, λ.
πουθενά·
-
δεν το ’χει για τίποτα ή δεν το ’χει και τίποτα ή δεν το ’χει
σε τίποτα ή δεν το ’χει τίποτα,, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να
κάνει αυτό που κουβεντιάζουμε, δεν το ’χει για πολύ: «μην του λες να πάει στην
Αθήνα με τα πόδια, γιατί δεν το ’χει σε τίποτα να ξεκινήσει!»·
-
δεν τον έχω για τίποτα, τον θεωρώ εντελώς ανάξιο να κάνει κάτι: «εσύ μπορεί
να υπολογίζεις αυτόν τον άνθρωπο, όμως εγώ δεν τον έχω για τίποτα»·
-
δεν τον έχω τίποτα, δεν έχω καμιά συγγένεια ή άλλη σχέση μαζί του:
«μπορεί να ’χουμε το ίδιο επώνυμο, αλλά δεν τον έχω τίποτα || αφού δεν τον έχω
τίποτα, γιατί να τον βοηθήσω;»·
-
δεν τον πάω με τίποτα, (στη νεοαργκό) δεν τον συμπαθώ διόλου: «δεν ξέρω
γιατί, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, δεν τον πάω με τίποτα»·
-
δεν του λείπει τίποτα, έχει όλα όσα του είναι απαραίτητα, για να ζήσει
μια άνετη ή ευτυχισμένη ζωή: «υγεία έχει, λεφτά και οικογένεια που τον αγαπάει
έχει, δεν του λείπει τίποτα, κι όμως παραπονιέται»·
-
δεν του ξεφεύγει τίποτα ή τίποτα δεν του ξεφεύγει, αντιλαμβάνεται
όλα όσα συμβαίνουν γύρω του: «ήταν παλιός αστυνομικός, γι’ αυτό δεν του
ξεφεύγει τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν μέσα στο καφενείο που συχνάζει»·
-
δεν του στοιχίζει τίποτα να…, δεν του είναι καθόλου δύσκολο να…, δε
διστάζει καθόλου να…: «δεν του στοιχίζει τίποτα να σε πετάξει στο δρόμο μέσα
στο καταχείμωνο, αν του καθυστερήσεις μερικές μέρες το νοίκι»·
-
δεν τρέχει τίποτα, δηλώνει α. άρνηση: «θα μου δώσεις εκείνα τα
λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν τρέχει τίποτα». β. αδιαφορία: «εσύ κάνε ό,τι
θέλεις μ’ αυτή τη δουλειά, γιατί για μένα δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: κι
όμως δεν τρέχει τίποτα,κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά,
βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι).γ. περιφρόνηση: «εγώ να
κάνω παρέα μ’ αυτούς τους τύπους; Δεν τρέχει τίποτα». δ. συγχώρηση:
«πάνω στα νεύρα του με κατηγόρησε χωρίς λόγο, αλλά, αφού το κατάλαβε και μου
ζήτησε συγνώμη, δεν τρέχει τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: και δεν τρέχει
τίποτα,μην κοιτάς το δάκρυ μου, θα τη βρω την άκρη μου, θα σε
ξεχάσω). ε. ότι δε συμβαίνει κάτι σπουδαίο, κάτι σημαντικό: «γιατί
είναι τόσος κόσμος μαζεμένος εκεί κάτω; -Δεν τρέχει τίποτα»·
-
δεν τρώγεται με τίποτα, α. είναι εντελώς ανυπόφορος: «όταν
αρχίζει να γκρινιάζει αυτός ο άνθρωπος, δεν τρώγεται με τίποτα». β.
είναι εντελώς άσχημος: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά η γυναίκα του δεν
τρώγεται με τίποτα». γ. ο λόγος, η υπόθεση η κατάσταση ή η πράξη για την
οποία γίνεται λόγος, παρ’ όλη την καλή μας διάθεση, δεν μπορεί να γίνει
πιστευτή: «όσο και να θέλω να σε πιστέψω, είναι τόσο απίθανο αυτό που μου λες,
που δεν τρώγεται με τίποτα»·
-
δεν τρώει τίποτα, είναι πολύ λιτοδίαιτος: «πώς να πάρει κάνα κιλό απάνω
του, αφού δεν τρώει τίποτα!»·
-
δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, λέγεται για κάτι που έχει ιδιαίτερη αξία,
σημασία, σπουδαιότητα, σοβαρότητα για κάποιον: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο δεν
υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ την οικογένειά του || δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο γι’ αυτόν
τον άνθρωπο εκτός απ’ τη δουλειά του»·
-
δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, βλ. λ. Θεός·
-
έγινε πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
-
έγινε πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
-
έγινε πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
έγινε πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
-
είμαστ’ ένα τίποτα ή ένα τίποτα είμαστε, δηλώνει τη ματαιότητα
της ζωής: «σ’ αυτή τη ζωή που ζούμε όλοι είμαστε ένα τίποτα». Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το ερωτηματικό τι είμαστε·
- είμαστε τα ψαράκια τίποτα, βλ. λ. ψαράκι·
- είναι ένα και τίποτα, (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός:
«επειδή, όπως βλέπεις, είναι ένα και τίποτα, έγινε πολύ κομπλεξικό άτομο».
Συνών. είναι ένα και γη / είναι ένα και χώμα·
-
είναι ένα τίποτα, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι ασήμαντος, τιποτένιος,
δεν έχει καμιά αξία: «έχω την εντύπωση πως αυτός που μου σύστησες είναι ένα
τίποτα || αγόρασα ένα αυτοκίνητο, αλλά είναι ένα τίποτα»·
-
είναι τίποτα; αξίζει καθόλου το άτομο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος,
έχει κάποιο αξίωμα, κάποια σπουδαία ειδικότητα, κάποιο σπουδαίο επάγγελμα που
αξίζει ή κάποια ξεχωριστή ιδιότητα που να το κάνει να ξεχωρίζει(;): «είναι
τίποτα αυτός ο τύπος και του συμπεριφέρεσαι με τόση ευγένεια; || είναι τίποτα
αυτό τ’ αυτοκίνητο και κάνει τόσα πολλά λεφτά;»·
-
είπατε τίποτα; ή είπες τίποτα; α. έκφραση με την οποία
θέλουμε να δώσουμε στο συνομιλητή μας να καταλάβει πως δε δεχόμαστε αντίρρηση ή
αμφισβήτηση σε αυτό που του λέμε, είτε γιατί είμαστε ανώτεροι ή ισχυρότεροι
είτε γιατί πιστεύουμε πως έχουμε απόλυτο δίκαιο σε αυτό που λέμε: «μετά το
τέλος της βάρδιας σου θα καθίσεις δυο ώρες υπερωρία, είπες τίποτα; || κι εγώ
σου λέω πως αυτός έβαλε χέρι στο ταμείο, είπες τίποτα;». β. αμφιβάλλεις
ότι τα πράγματα, όσο απίστευτα και αν φαίνονται, είναι ή έγιναν έτσι όπως τα
λέω(;): «κάθε βράδυ αυτός ο κύριος γυρίζει σουρωμένος στο σπίτι του και δέρνει
γυναίκα και παιδιά, είπατε τίποτα;». γ. ειρωνική έκφραση σε κάποιον που
μας ζητάει κάτι παράλογο ή πέρα από τις δυνατότητές μας ή που εν τέλει δεν
είμαστε διατεθειμένοι να του το δώσουμε: «θα μου δώσεις γι’ αύριο ένα
εκατομμύριο; -Είπατε τίποτα;». Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο άτομο·
-
εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της,
δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
-
έφτασα στο τίποτα, η προσπάθειά μου είχε μηδενική κατάληξη, απέτυχα:
«τόσον καιρό πάλευα να πάρω αυτή τη δουλειά και στο τέλος έφτασα στο τίποτα κι
ησύχασα»·
- έχει να κάνει τίποτα; έχει καμιά σχέση, εξηγείται ή
συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα(;): «έχει να κάνει τίποτα αυτά που λες μ’
αυτά που έγιναν;»·
-
έχει τίποτα; έχει κάποια περιουσία; είναι πλούσιος(;): «έχει τίποτα για
να τον βάλουμε στην παρέα μας ή θα μας ταράξει στην τράκα;»· βλ. και φρ. έχεις
τίποτα(;)·
-
έχεις τίποτα; α. μήπως έχεις κάποιο πρόβλημα με την υγεία σου(;):
«έχεις τίποτα και τρέχεις κάθε τόσο στο γιατρό;». β. μήπως σου συμβαίνει
κάτι κακό ή δυσάρεστο(;): «έχεις τίποτα κι είσαι ανήσυχος; || έχεις τίποτα κι
είσαι εκνευρισμένος;»· βλ. και φρ. έχει τίποτα(;)·
-
λέει τίποτα; α. (για πρόσωπα) έχει κάποια σπουδαιότητα, είναι
σημαντικός(;): «λέει τίποτα αυτός ο φίλος σου ή μήπως είναι κι αυτός κουμάσι
σαν και τον προηγούμενο;». β. (για πράγματα, αντικείμενα) έχει κάποια
αξία, αξίζει(;): «λέει τίποτα τ’ αυτοκίνητο που αγόρασες ή μήπως έδωσες τζάμπα
τα λεφτά σου;». γ. (για δημόσια θεάματα, λογοτεχνικά ή γενικά
καλλιτεχνικά έργα) παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον(;): «λέει τίποτα το έργο που
είδες, για να πάω να το δω κι εγώ; || λέει τίποτα το βιβλίο που διάβασες, για
να το πάρω να το διαβάσω;»·
-
μας χωρίζει τίποτα; έκφραση απορίας σε κάποιον που κρατάει εναντίον μας
επιθετική στάση χωρίς να υπάρχει λόγος ή αιτία: «μας χωρίζει τίποτα και μου
φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως·
-
με τίποτα, με κανέναν τρόπο, με κανένα αντάλλαγμα: «δεν έρχομαι με
τίποτα σ’ αυτό το μαγαζί || δεν τ’ αλλάζω το σπίτι μου με τίποτα»·
-
με τίποτα στον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
με το τίποτα, για κάτι ελάχιστο, για κάτι μηδαμινό ή χωρίς λόγο:
«πρόσεχε πώς του μιλάς, γιατί θυμώνει με το τίποτα αυτός ο άνθρωπος»·
-
μη λες τίποτα! βλ. λ. λέω·
-
ξεκίνησε απ’ το τίποτα, άρχισε κάτι χωρίς καθόλου ή με ελάχιστα εφόδια:
«ξεκίνησε απ’ το τίποτα, όταν ήρθε απ’ το χωριό του στην πόλη, και έγινε σε
λίγα χρόνια μεγάλος και τρανός»·
-
ο κύριος τίποτα, λέγεται για άτομο που προβάλλεται ως πολύ αξιόλογο, ενώ
στην πραγματικότητα είναι ανάξιος λόγου: «μ’ αυτή την απαξιωτική έκφραση είχε
χαρακτηρίσει ο Θόδωρος Πάγκαλος τον Δημήτρη Αβραμόπουλο στην εκλογική τους
αναμέτρηση του 1996 για το δήμο Αθηναίων, έκφραση όμως που δεν ενστερνίστηκε το
εκλογικό σώμα και καταψήφισε τον Θόδωρο Πάγκαλο»·
-
πειράζεται με το τίποτα, βλ. λ. πειράζομαι·
-
πολλή φασαρία για το τίποτα, βλ. λ. φασαρία·
-
πολύ κακό για το τίποτα, βλ. λ. κακός·
-
πολύς θόρυβος για το τίποτα, βλ. λ. θόρυβος·
-
πολύς λόγος για το τίποτα, βλ. λ. λόγος·
-
πολύς ντόρος για το τίποτα, βλ. λ. ντόρος·
-
σαν να μη συμβαίνει τίποτα, βλ. λ. συμβαίνει·
-
σαν να μην τρέχει τίποτα, βλ. λ. τρέχω·
-
συμβαίνει τίποτα; βλ. λ. συμβαίνει·
-
τι ’ν’ ο άνθρωπος! Ένα τίποτα, βλ. λ. άνθρωπος·
-
τίποτ’ άλλο; έκφραση ειρωνείας ή δυσφορίας σε κάποιον που επιδιώκει να
μας αναθέσει πολλές ξεχωριστές ασχολίες, που δεν έχουμε τη διάθεση να τις
επωμισθούμε: «επειδή έχω δουλειά, θέλω να πας να μου πληρώσεις το φως, το νερό,
το τηλέφωνο κι έπειτα να πας στην τράπεζα να μου πληρώσεις αυτή την επιταγή.
-Τίποτ’ άλλο;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ·
-
τίποτα το λες εσύ; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο που θεωρεί
ασήμαντο κάτι που κατά τη γνώμη μας είναι πολύ σημαντικό: «τίποτα το λες εσύ
που δεν έχω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή; || τίποτα το λες εσύ που έπαθε
τέτοια καταστροφή το σπίτι μου απ’ το σεισμό;». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με
το αυτό·
-
τόση φασαρία για το τίποτα! βλ. λ. φασαρία·
-
τόσο κακό για το τίποτα! βλ. λ. κακός·
-
τόσος θόρυβος για το τίποτα! βλ. λ. θόρυβος·
-
τόσος λόγος για το τίποτα! βλ. λ. λόγος·
-
τόσος ντόρος για το τίποτα! βλ. λ. ντόρος·
-
τρέχει τίποτα; βλ. λ. τρέχω·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός.