τιμή, η, ουσ.
[<αρχ. τιμή], η τιμή. 1. η καλή κοινωνική φήμη, η κοινωνική υπόληψη:
«για μια τιμή ζούσε σ’ αυτή την κοινωνία». 2. (για γυναίκες) η αγνότητα,
η παρθενία: «στα παλιά χρόνια οι γυναίκες πέθαιναν για την τιμή τους κι όχι
όπως σήμερα, που τη δίνουν για έναν καφέ!». 3. (για παντρεμένες γυναίκες)
η συζυγική πίστη: «πάνω απ’ όλα έχει την τιμή της». 4. τα χρήματα που
πρέπει να πληρώσει κάποιος για την αγορά οποιουδήποτε πράγματος ή για κάποια
υπηρεσία, η αξία, το αντίτιμο: «τι τιμή έχει αυτό το ρολόι; || τι τιμή έχει
αυτό το κουστούμι;». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
-
ανεβάζω την τιμή ή ανεβάζω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε υψηλότερη
από την κανονική του τιμή είτε αυθαίρετα είτε σύμφωνα με το νόμο: «τον έστειλε
η αγορανομία στο αυτόφωρο, γιατί ανέβασε τις τιμές των εμπορευμάτων του χωρίς
λόγο || όλοι οι έμποροι ανέβασαν τις τιμές των εμπορευμάτων τους σύμφωνα με τις
νέες οδηγίες του Υπουργείου Εμπορίου»·
-
ανεβαίνουν οι τιμές, παρατηρείται αύξηση της τιμής πώλησης, ιδίως των
καταναλωτικών αγαθών, κυρίως λόγω πληθωρισμού: «τον τελευταίο καιρό με την
άνοδο του πληθωρισμού ανεβαίνουν συνέχεια οι τιμές»·
-
αρμυρή τιμή, που είναι πολύ υψηλή, υπερβολική: «βρήκα ένα πολύ ωραίο
ρολόι, αλλά έχει αρμυρή τιμή και δεν είναι για την τσέπη μου»·
-
για λόγους τιμής, λέγεται για πράξη που γίνεται από κάποιον, όταν νιώθει
να προσβάλλεται η τιμή του, η αξιοπρέπειά του: «έπιασε τη γυναίκα του με τον γκόμενό
της και τους σκότωσε για λόγους τιμής || σκότωσε το βιαστή της αδερφής του για
λόγους τιμής || ο δολοφόνος επικαλέστηκε λόγους τιμής»·
-
για μια τιμή ζούμε, δηλώνει πως η τιμή του ανθρώπου είναι υπεράνω όλων
στη ζωή: «δε θα επιτρέψω σε κανέναν να με προσβάλλει, γιατί για μια τιμή ζούμε»·
-
για την τιμή των όπλων, α. για να διαφυλαχτεί η αξιοπρέπεια αυτού
που χάνει, υποχωρεί ή ηττάται: «χάναμε τέσσερα μηδέν, αλλά λίγο πριν λήξει ο
αγώνας βάλαμε κι εμείς ένα γκολ για την τιμή των όπλων || ό,τι κι αν μου
πρότεινε, το δέχτηκα, γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά για την τιμή των όπλων έβαλα
στο συμβόλαιο τον όρο να προσέρχομαι στη δουλειά μου γύρω στις δέκα || ο εχθρός
ήταν πολύ πιο ισχυρός από εμάς και, πριν υποχωρήσουμε, ρίξαμε πέντε δέκα
ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση,
όταν κάποιος συνουσιάζεται με κάποια άσχημη γυναίκα ή με γυναίκα που δεν τον
προσελκύει ερωτικά, μόνο και μόνο για να μην αμφισβητηθεί ο αντρισμός του: «δεν
ήταν καθόλου του γούστου μου, αλλά πήγα μαζί της μόνο και μόνο για την τιμή των
όπλων, για να μην έχουν να λένε»·
-
γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
-
δεν έχει τιμή, α. (για προϊόντα) δεν πουλιέται σε ικανοποιητική
τιμή: «το λάδι φέτος δεν έχει τιμή || τα καπνά δεν έχουν τιμή». β. (για
πρόσωπα) είναι άτιμος: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί δεν έχει τιμή»·
-
δίνω το λόγο της τιμής μου, βλ. λ. λόγος·
-
είναι ζήτημα τιμής, πρόκειται για θέμα αξιοπρέπειας, για ηθικό θέμα:
«πρέπει οπωσδήποτε να του επιστρέψω τα δανεικά, γιατί για μένα είναι ζήτημα
τιμής». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ζήτημα τιμής που έσβησε η Τροία·
το δείξαν οι αρχαίοι μας…κι αρχίζει πια η Οδύσσεια, μα είναι άλλη ιστορία)·
βλ. και φρ. για λόγους τιμής·
-
έκλεψε την τιμή της, λέγεται για άντρα που ξεγέλασε τη γυναίκα για την
οποία γίνεται λόγος και την ξεπαρθένεψε: «της είχε υποσχεθεί πως θα την
παντρευτεί και της έκλεψε την τιμή της»·
-
έπεσαν οι τιμές, παρατηρείται πτώση της τιμής πώλησης, ιδίως των
καταναλωτικών αγαθών: «λόγω της αναδουλειάς έπεσαν οι τιμές στην αγορά»·
-
έπεσε στο πεδίο της τιμής, βλ. λ. πεδίο·
-
έχασε την τιμή της, λέγεται για γυναίκα που έχασε την παρθενιά της, που
ξεπαρθενεύτηκε από κάποιον άντρα: «απ’ τη μέρα που έχασε την τιμή της, πηγαίνει
απ’ τον έναν άντρα στον άλλον»·
-
έχω την τιμή να…, έκφραση ευγένειας: «έχω την τιμή να σας προσκαλέσω στα
εγκαίνια του καταστήματός μου || έχουμε την τιμή να σας προσκαλέσουμε στο γάμο
των παιδιών μας»·
-
η τιμή της αγοράς, βλ. φρ. η τιμή της πιάτσας·
- η τιμή της πιάτσας, η τρέχουσα τιμή: «γι’ αυτό το
είδος που ενδιαφέρεσαι ν’ αγοράσεις, η τιμή της πιάτσας είναι περίπου σ’ αυτά
τα λεφτά που σου λέω»·
-
η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), η κοινωνική υπόληψη
του ανθρώπου δεν εξαγοράζεται με κανένα τίμημα: «όσα λεφτά κι αν μου δώσεις,
δεν μπορώ ν’ αθετήσω το λόγο μου, γιατί για μένα η τιμή τιμή δεν έχει»·
-
η τρέχουσα τιμή, αυτή που ισχύει σήμερα: «η τρέχουσα τιμή του είδους που
σ’ ενδιαφέρει, είναι περίπου εκατό χιλιάδες»·
-
θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή αν… ή θα το θεωρήσω μεγάλη τιμή να…, βλ.
φρ. θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν(…)·
- θα μου κάνετε μεγάλη τιμή αν… ή θα μου κάνετε μεγάλη τιμή
να…, έκφραση ευγένειας: «θα μου κάνετε μεγάλη τιμή, αν παρευρεθείτε στα
εγκαίνια του καταστήματός μου || θα μας κάνετε μεγάλη τιμή να παρευρεθείτε στο
γάμο των παιδιών μας»·
-
λόγος τιμής, βλ. λ. λόγος·
-
λόγω τιμής, βλ. λ. λόγος·
-
μα την τιμή μου! βλ. φρ. στην τιμή μου(!)·
-
με βασιλικές τιμές, με πολύ επίσημες εκδηλώσεις για να τιμηθεί κάποιο
σπουδαίο πρόσωπο: «οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης υποδέχτηκαν τον
πρωθυπουργό με βασιλικές τιμές»·
-
με τιμή ή μετά τιμής, στερεότυπη φρ. με την οποία τελειώνει
κάποιος γραπτή αίτηση ή αναφορά σε προϊσταμένη αρχή, κι έχει την έννοια με
εκτίμηση, με σεβασμό. Ακολουθεί η υπογραφή του αιτούντος ή του ατόμου που
αναφέρει κάτι·
-
μεγάλη μας τιμή! ή μεγάλη μου τιμή! έκφραση ευγένειας, όταν μας
χαρίζει κάποιος κάτι ή όταν μας προσκαλεί κάπου. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του·
-
οι τιμές είναι φαρμάκι, υπάρχει μεγάλη ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ
να κατέβω στην αγορά, γιατί οι τιμές είναι φαρμάκι»·
-
οι τιμές είναι φωτιά, είναι πάρα πολύ υψηλές, υπάρχει πολύ μεγάλη
ακρίβεια στην αγορά: «δεν τολμώ να σκεφτώ ν’ αγοράσω κάτι, γιατί οι τιμές είναι
φωτιά»·
-
όλοι έχουν την τιμή τους, απαισιόδοξη διαπίστωση πως όλοι εξαγοράζονται
με τα κατάλληλα χρήματα: «απ’ τη στιγμή που όλοι έχουν την τιμή τους, δεν
μπορείς πια να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν»·
-
ορισμένη τιμή, που δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις, παζάρια: «δεν μπορώ
να σου κάνω την παραμικρή έκπτωση, γιατί αυτό το είδος έχει ορισμένη τιμή»·
-
ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; ειρωνική έκφραση σε
άτομο που ορκίζεται στο λόγο της τιμής του, ενώ εμείς είμαστε εντελώς σίγουροι
από προηγούμενες φορές πως δεν έχει καθόλου υπόληψη και, φυσικά, δεν το
πιστεύουμε·
-
προς τιμή(ν) (κάποιου), για να τιμηθεί κάποιος: «ο δήμος ενέκρινε την
ανέγερση ανδριάντα προς τιμήν του τάδε αγωνιστή της δημοκρατίας»·
-
προς τιμή(ν) του, επαινετική έκφραση για το λόγο ή την πράξη κάποιου:
«μόνο ο τάδε, προς τιμήν του, με υπερασπίστηκε, όταν με κατηγόρησε ο διευθυντής
για υποκινητή της κατάληψης του εργοστασίου»·
-
ράλι τιμών, ραγδαία αύξηση των τιμών: «δεν είναι να κατεβείς στην αγορά,
γιατί, με το ράλι τιμών που παρατηρείται συνεχώς, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις
τίποτα»·
-
ρίχνω την τιμή ή ρίχνω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε τιμή
μικρότερη από την κανονική του: «για να μην του μείνει το εμπόρευμα, μια και
ήταν τέλος εποχής, έριξε τις τιμές κι έγινε ανάρπαστο»·
-
σε καλή τιμή, σε τιμή που συμφέρει: «αγόρασα ένα ρολόι σε καλή τιμή ||
πούλησα ένα οικόπεδο σε καλή τιμή»·
-
σε συμβολική τιμή, (για προϊόντα) σε τιμή κατώτερη από την πραγματική
του: «θα σου το δώσω σε συμβολική τιμή, γιατί σε συμπάθησα»·
-
σε τιμή γνωριμίας, (για προϊόντα) που πουλιέται σε χαμηλή τιμή, επειδή ο
πελάτης αγοράζει για πρώτη φορά από το συγκεκριμένο κατάστημα: «για να σε κάνω
μόνιμο πελάτη του μαγαζιού μου, θα σου δώσω αυτό το είδος σε τιμή γνωριμίας»·
-
σε τιμή εργοστασίου, (για βιομηχανικά προϊόντα) που για κάποιους λόγους
πουλιέται όσο κόστισε η κατασκευή του: «έχει άμεση ανάγκη από μετρητά ο
άνθρωπος, γι’ αυτό πουλάει τα ψυγεία σε τιμή εργοστασίου»·
-
σε τιμή ευκαιρίας, (για προϊόντα) που για διάφορους λόγους πωλείται σε
τιμή πολύ κατώτερη από την κανονική του: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο για την κόρη
μου, γιατί το βρήκα σε τιμή ευκαιρίας»·
-
σε τιμή κόστους, (για προϊόντα) που για κάποιους λόγους πουλιέται όσο
κόστισε, χωρίς κανένα κέρδος για τον πωλητή: «όσα απόμειναν απ’ αυτά τα
μπλουζάκια, τα πουλάει σε τιμή κόστους, γιατί του χρόνου αλλάζει η μόδα»·
-
σε τιμή προσφοράς, (για προϊόντα) που πουλιέται σε συμφέρουσα, σε πολύ
χαμηλή τιμή: «κάθε μέρα το σούπερ μάρκετ έχει ένα είδος σε τιμή προσφοράς»·
-
σπάσιμο τιμών, βλ. λ. σπάσιμο·
-
σπάω την τιμή ή σπάω τις τιμές, πουλώ εμπόρευμα σε χαμηλότερη
τιμή από την κανονική, πουλώ με έκπτωση, κάνω εκπτώσεις: «θα πάω να ψωνίσω απ’
το τάδε μαγαζί, γιατί έμαθα πως σπάει τις τιμές»·
-
στην προσκοπική μου τιμή, βλ. φρ. στο λόγο της τιμής μου·
-
στην τιμή μου! (ενν. ορκίζομαι), όρκος για να γίνει κάποιος πιστευτός σε
αυτά που λέει ή για να βεβαιώσει κάποιον πως δε θα αθετήσει κάποια υπόσχεση που
του έδωσε: «στην τιμή μου, σου λέω, έτσι έγιναν τα πράγματα! || εντέλει, αν μου
χρειαστούν εκείνα τα χρήματα, θα μου τα δώσεις; -Στην τιμή μου, μόλις τα
χρειαστείς, θα στα δώσω!»·
-
στο λόγο της τιμής μου! βλ. λ. λόγος·
-
συμβόλαιο τιμής, βλ. λ. συμβόλαιο·
-
τελευταία τιμή, η πιο χαμηλή στην οποία προσφέρεται κάποιο προϊόν: «το
πήρα τελευταία τιμή εκατόν πενήντα ευρώ»·
-
τελική τιμή, βλ. φρ. τελευταία τιμή·
- την πήρε δόξη και τιμή, βλ. λ. δόξα·
-
την πήρε με δόξα και τιμή, βλ. λ. δόξα·
- τιμές για όλα τα βαλάντια, βλ. λ. βαλάντιο·
-
τιμές για όλα τα πορτοφόλια, βλ. λ. πορτοφόλι·
- τιμές για όλες τις τσέπες, βλ. λ. τσέπη·
-
τιμές περίπτωση! ή τιμή περίπτωση! (για προϊόντα) που πουλιέται
σε τιμή τόσο χαμηλή, που εντυπωσιάζει·
-
τιμές φωτιά ή τιμή φωτιά, που είναι πολύ υψηλές, πολύ ακριβές,
που είναι πολύ υψηλή, πολύ ακριβή: «με τέτοιες τιμές φωτιά που υπάρχουν στην
αγορά, ο κόσμος αγοράζει μόνο τα στοιχειώδη πράγματα»·
-
τιμή μου και καμάρι μου, καύχημά μου: «είναι τιμή μου και καμάρι μου που
έχω φίλο τον τάδε»·
-
τιμή πόρτας, η αρχική τιμή που δίνει συνήθως ένα ξενοδοχείο, που είναι
κατά πολύ αυξημένη, πάνω στην οποία όμως γίνεται μια σχετική έκπτωση, για να
φανεί πως η επιχείρηση κάνει εκπτώσεις στους πελάτες της: «τα εκατό ευρώ τη
βραδιά είναι τιμή πόρτας, γι’ αυτό ν’ απαιτήσεις να σου κάνουν έκπτωση»·
-
τιμής ένεκεν, α. έκφραση σε ένδειξη σεβασμού, εκτίμησης η τιμής στο
πρόσωπο κάποιου ή έντονης επιδοκιμασίας για τις ενέργειες κάποιου: «ο παππούς
μας, κάθεται πάντοτε τιμής ένεκεν στην κεφαλή του τραπεζιού || του ’δωσα τιμής
ένεκεν το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου μου που κυκλοφόρησε || όταν αποχωρούσε απ’
τη διεύθυνση, οι υπάλληλοι του ’καναν τιμής ένεκεν ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι
|| ο σύλλογος του απένεμε τιμής ένεκεν μια πλακέτα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για
τις ακάματες προσπάθειές του για τη διάδοση του αθλητισμού». β. πολλές
φορές, λέγεται άσχετα από την πράξη στην οποία προβαίνει κάποιος: «όση ώρα τον
περίμενα, ήπια τιμής ένεκεν δυο ουισκάκια»·
-
το γκολ της τιμής, βλ. λ. γκολ·
-
το κρατάει για την τιμή του αντρού της, α. είναι παρθένα και δε
δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη πριν από το γάμο της, για να δώσει τη
χαρά του ξεπαρθενέματός της στο μελλοντικό σύζυγό της: «μαζί της έχεις μόνο
μερικά φιλιά και κάτι χαδάκια κι αυτό είναι όλο, γιατί το άλλο το κρατάει για
την τιμή του αντρού της». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε γυναίκα
που δε δέχεται να της επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη· βλ. και φρ. από
μπροστά παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα, λ. πίσω·
-
του ’καναν βασιλικές τιμές, λέγεται με ειρωνική διάθεση, όταν
περιποιούνται υπερβολικά κάποιον: «του ’καναν βασιλικές τιμές οι φίλοι του,
όταν βγήκε απ’ τη φυλακή»· βλ. και φρ. με βασιλικές τιμές·
-
του στραπατσάρισε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
-
του τσαλάκωσε την τιμή, του συμπεριφέρθηκε περιφρονητικά,τον
καταντρόπιασε, τον καταξεφτίλισε: «τον συνάντησε στο καφενείο κι εκεί μπροστά
στον κόσμο του τσαλάκωσε την τιμή»·
-
του τσαλαπάτησε την τιμή, βλ. φρ. του τσαλάκωσε την τιμή·
- τσιμπάνε οι τιμές, βλ. λ. τσούζουν οι τιμές·
- τσιμπημένη τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
- τσούζουν οι τιμές, οι τιμές των προϊόντων στην αγορά
είναι αρκετά υψηλές: «τον τελευταίο καιρό δεν αγοράζω τίποτα, γιατί παντού
τσούζουν οι τιμές»·
-
τσουχτερή τιμή, βλ. φρ. αρμυρή τιμή·
-
υψώνω την τιμή ή υψώνω τις τιμές, βλ. συνηθέστ. ανεβάζω την
τιμή·
-
φανταστικές τιμές ή φανταστική τιμή, που είναι πολύ χαμηλές, που
είναι πολύ χαμηλή: «τον τελευταίο μήνα στην αγορά υπάρχουν γενικά φανταστικές
τιμές || αγόρασε ένα αυτοκίνητο σε φανταστική τιμή»·
-
φαρμακερές τιμές ή φαρμακερή τιμή, βλ. φρ. οι τιμές είναι
φαρμάκι·
-
φιλική τιμή, πολύ χαμηλή τιμή, ιδίως για φίλους: «αγόρασα αυτό τ’
αυτοκίνητο από κάποιον, που μου το ’δωσε σε φιλική τιμή»·
-
φόρος τιμής, βλ. λ. φόρος·
- χρέος τιμής, βλ. λ. χρέος·
-
χτυπώ την τιμή, ανάλογα με τη στιγμή, πλειοδοτώ ή μειοδοτώ σε κάποια
δημοπρασία ή σε κάποια ανάληψη εργασίας: «περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να
χτυπήσει την τιμή».