τηλεφώνημα, το, ουσ. [<τηλεφωνώ + κατάλ. -μα], το τηλεφώνημα·
-
πάω για τηλεφώνημα, πηγαίνω στην τουαλέτα για σωματική μου ανάγκη και
λέγεται συνήθως, όταν υπάρχουν γυναίκες στη συντροφιά, για να μην καταλάβουν το
λόγο της προσωρινής απουσίας μας: «εγώ πάω για τηλεφώνημα και θα σας προλάβω
στο δρόμο».